Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Broken circle breakdown(2012)



Η Elise(Veerle Baetens) είναι tatoo artist. Ο Didier (Johan Heldenbergh) παίζει μπάντζο σε μια bluegrass μπάντα. Οι δυο τους ερωτεύονται ακαριαία και ζουν μαζί επτά παθιασμένα και ερωτευμένα χρόνια. Την ευτυχία τους συμπληρώνει απρόσμενα μια εγκυμοσύνη και οι δυο τους γίνονται υποδειγματικοί γονείς για την μικρή τους Maybelle. Η ευτυχία τους όμως δεν θα κρατήσει πολύ, αφού λίγο μετά τα 6 γενέθλιά της, το κοριτσάκι αρρωσταίνει από λευχαιμία και οι δυο τους καλούνται να βοηθήσουν το παιδί τους, αλλά και να σώσουν το γάμο τους που βαραίνει κάτω από την πίεση της αρρώστιας.

Αυτή είναι η ιστορία του The Broken Circle Breakdown, μια ιστορία για έναν πλήρη κύκλο ευτυχίας που όμως έκλεισε πολύ σύντομα και πολύ απότομα. Τι είναι αυτό που την έκανε να ξεχωρίσει τόσο ώστε να κερδίσει δύο βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου (2012) και τρία στο Φεστιβάλ της Τριμπέκα, ανάμεσα στα οποία καλύτερου σεναρίου και καλύτερης ηθοποιού για τη Veerle Baetens;
Καταρχήν η υπέροχη σκηνοθεσία και η κατακερματισμένη αφήγησή. Η ζωή του ζευγαριού χωρίζεται σε σκηνές, ο σκηνοθέτης- σεναριογράφος Felix Van Groeningen τις μπλέκει και βλέπουμε όλα τα κομβικά σημεία της αγάπης τους ανακατεμένα. Έτσι, μια στιγμή πάθους διαδέχεται μια δραματική σκηνή στο νοσοκομείο, ενώ μια συναυλία της μπάντας ακολουθεί ένα ξέσπασμα οργής, με αποτέλεσμα τα συναισθήματα να εναλλάσσονται διαρκώς.
Παρόλο όμως που η αφήγησή είναι ιδιαίτερη, ο θεατής δεν μπερδεύεται αλλά αντιθέτως βυθίζεται στις αναμνήσεις μιας όμορφης σχέσης δυο ωραίων, ευαίσθητων, ανέμελων rock n' roll ανθρώπων. Σε όλα τα παραπάνω βοηθά τρομερά και η εξαιρετική μουσική που γεμίζει τις σκηνές άλλοτε με ανάλαφρα τραγούδια που σε προκαλούν να χορέψεις και άλλοτε με σπαρακτικές μπαλάντες που υποδειγματικά υποκαθιστούν τους διαλόγους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μουσική είναι ο 4ος πρωταγωνιστής αυτής της ταινίας και κάθε νότα είναι σωστά επιλεγμένη για την σκηνή που πλαισιώνει.
Φυσικά, ειδικά μνεία πρέπει να γίνει για τους δυο πρωταγωνιστές που είναι άψογοι στους ρόλους τους. Ακόμα και στις στιγμές που η ταινία φλερτάρει με το μελόδραμα, οι δυο πρωταγωνιστές αποδίδουν τους ρόλους τους με τόλμη και ευαισθησία, προκαλώντας έντονες ανατριχίλες και φέρνοντας δάκρυα στα μάτια. Τα συναισθήματα δεν προκαλώντας απλώς, τα νιώθεις να σε πνίγουν και σε αυτό βοηθούν οι φυσικότατες εμπειρίες του ζευγαριού.
Όπως είναι σαφές, το Broken Circle, είναι μια πανέμορφη ταινία, ένα καθαρόαιμο δράμα που δύσκολα θα αφήσει κάποιον ασυγκίνητο. Πέρα της συγκίνησης όμως, η ταινία καταφέρνει να προβληματίσει αφού θέτει ερωτήματα για την θρησκεία, τη λογική, την επιστήμη, την τυφλή πίστη και την αδιανόητη αδικία που επικρατεί γύρω μας. Μα πάνω από όλα είναι μια ταινία για την απώλεια, όχι μόνο με την έννοια του φυσικοί θανάτου, αλλά και της απώλειας του εαυτού, όταν τα όνειρα ραγίζουν και η ζωή γίνεται αβάσταχτη.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο www.authority.gr


Searching for Sugar Man(2012)





Ο Sixto Rodriguez είναι ένας τραγουδοποιός της δεκαετίας του 70 που δεν γνώριζε κάνεις, παρότι ήταν μια μουσική ιδιοφυΐα. Έβγαλε δυο δίσκους που πούλησαν λίγα αντίτυπα, έκανε μερικές αποτυχημένες εμφανίσεις και επέστρεψε στην αφάνεια, δουλεύοντας ως οικοδόμος στο Detroit.
Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που δυο ορκισμένοι fans του από την Νότια Αφρική, οι Stephen 'Sugar' Segerman και Craig Bartholomew Strydom,αποφασίζουν να ακολουθήσουν τα ίχνη του και να βρουν ποιος ήταν αυτός ο μυστηριώδης καλλιτέχνης, που μοιάζει να έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Δεν ξέρουν καν αν ζει, μιας και κυκλοφορεί ο μύθος ότι αυτοκτόνησε, άλλα κάνεις δεν μοιάζει να γνωρίζει κάτι παραπάνω. Οι δυο τους λοιπόν, αποφασίζουν να ακολουθήσουν στοιχεία από στίχους τραγουδιών, να συναντήσουν όλους τους παραγωγούς των δίσκων του, να στήσουν μια ιστοσελίδα αφιερωμένη σε αυτόν, σε μια εποχή που το διαδίκτυο ήταν ακόμα στα σπάργανα. Κυριολεκτικά γύρισαν γη και ουρανό και αυτή η αναζήτηση κατέλαβε κάθε λεπτό του ελεύθερου χρόνου τους.
Αυτή φυσικά, είναι η ιστορία του Searching For Sugar Man, ενός συμβατικού μουσικού ντοκιμαντέρ που δείχνει βήμα βήμα αυτήν την αγωνιώδη και τόσο επίμονη αναζήτηση δυο ανδρών που έψαχναν ψύλλο στα άχυρα και κατάφεραν να ανακαλύψουν μια όμορφη, ξεχωριστή ιστορία. Ο τραγουδιστής που απέτυχε παταγωδώς στην Αμερική έγινε εν άγνοια του σύμβολο κατά του Apartheid στην Νοτιά Αφρική, πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους και οι fans του δεν τον ξέχασαν πότε, οδηγώντας σε ένα από τα πιο απίστευτα, άλλα πέρα για πέρα αληθινά, μουσικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Cape Town το 1998.

  •  
Όλη η ταινία είναι μια ιστορία γύρω από την επιμονή και την πίστη και στο τέλος της αφήνει ένα γλυκό χαμόγελο στο θεατή, αφού δείχνει ότι αν είσαι καλός σε αυτό που κάνεις, δε θα ξεχαστείς. Είναι απίστευτο ότι ένας τραγουδιστής με πραγματικά σπουδαία φωνή και πολύ ωραία τραγούδια, είχε καριέρα την οποία αγνοούσε, έζησε από επιλογή μια απλή ζωή και αγαπήθηκε με τόσο πάθος από ανθρώπους που δεν τον είχαν δει πότε, άλλα "χτύπησαν" τατουάζ με τη φωτογραφία του.
Φυσικά, σαν κάθε καλή ταινία για την ανθρώπινη δύναμη δεν θα μπορούσε να μην έχει και μια μικρή ιστορία επιμονής από τον ίδιο τον σκηνοθέτη της. Όταν ο σκηνοθέτης Malik endjelloul ξέφυγε από το budget του και δεν μπορούσε να γυρίσει τις τελευταίες σκηνές της ταινίας, χρησιμοποίησε την εφαρμογή 8mm Vintage Camera του iPhone του και ολοκλήρωσε την ταινία, η οποία αγαπήθηκε από κοινοί και κριτικούς, κέρδισε ένα σωρό βραβεία και το Όσκαρ ντοκιμαντέρ του 2012.
Αυτή είναι και η δύναμη της ταινίας, ένας ύμνος στην δύναμη της μουσικής, ένας φόρος τιμής σε έναν ιδιαίτερο άνθρωπο και έναν εξαιρετικό τραγουδιστή που δεν μπόρεσε να χωρέσει στο σύστημα των δισκογραφικών και αποφάσισε να ζήσει τη ζωή του με τους δικούς του όρους. Σαν ταινία δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο, μοιάζει με πολλά μουσικά ντοκιμαντέρ, ακολουθεί γραμμική αφήγηση που παρεμβάλλεται με ολόκληρα τραγούδια και δεν χτίζει ιδιαίτερη αγωνία. Ωστόσο, νομίζω ότι αυτός ήταν ο στόχος του σκηνοθέτη που απλά ήθελε να δείξει ότι πραγματικά, ο επιμένων νικά και ότι πολλές φορές η ζωή ξεπερνά και την πιο ζωηρή φαντασία.
Άλλωστε η μαγεία της ζωής κρύβεται σε ιστορίες που δεν έχουν καμιά λογική, που φτιάχτηκαν λόγω απίστευτων συμπτώσεων και που τελικά σε κάνουν να αναρωτιέται αν όντως έγιναν.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο www.authority.gr

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Tom at the farm (2013)



Ο Τομ είναι ένας νεαρός άνδρας που ταξιδεύει στο τόπο καταγωγής του συντρόφου του, με σκοπό να παρευρεθεί στην κηδεία του. Όταν φτάνει στην απομονωμένη φάρμα της οικογενείας όμως, τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη: κάνεις δεν γνωρίζει την ύπαρξη του ούτε το γεγονός ότι ο αποθανών ήταν ομοφυλόφιλος. Και όχι μόνο αυτό, άλλα ο μεγάλος γιος της οικογένειας είναι ένας περίεργος, βίαιος άνδρας που έχει σκοπό να κάνει κόλαση την ζωή του εύθραυστου Τομ.
Ο Χαβιε Ντολάν είναι μόλις 24 ετών και έχει προφτάσει να κάνει 4 ταινίες μεγάλου μήκους που όλες πήγαν σε μεγάλα φεστιβάλ. Φύσει και θέσει αλαζονικός, επιλέγει να κάνει -ωραίες- ταινίες που μοιάζουν με πολύχρωμα βιντεοκλίπ γεμάτα εντυπωσιακές εικόνες και υπέροχες μουσικές, που όμως έχουν μικρή ή καμία σχέση με την ιστορία της ταινίας. Αυτήν την φορά όμως, έκανε κάτι αρκετά διαφορετικό. Ο “Τομ στην Φάρμα””είναι η πιο συγκρατημένη ταινία του, η λιγότερο εγωκεντρική άλλα αυτή που -μάλλον- θα του δώσει ώθηση για να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό. Είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ, με πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ταιριαστή σκηνοθεσία και εξαιρετική μουσική. Ειδικά στο θέμα της μουσικής πρέπει να σταθούμε παραπάνω, μιας και για πρώτη φορά στη καριέρα του Ντολάν είναι τόσο ταιριαστή με τις εικόνες που πλαισιώνει και δεν είναι καθόλου άξιο απορίας, ότι πολλοί συγκρίνουν την χρήση της μουσικής με αυτήν του Χίτσκοκ. Τι γίνεται όμως με το σενάριο;


Το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Μισέλ Μαρκ Μπουσάρντ, και έχει διασκευαστεί από τον ίδιο και τον Ντολάν. Είναι μια τυπική ιστορία κακοποίησης, κρυμμένων οικογενειακών μυστικών και νοσηρότητας από αυτές που έχουμε δει πολλάκις. Ωστόσο, αυτό που την διαφοροποιεί από το σωρό είναι ότι δομείται γύρω από έναν αρκετά πειστικό κακό, τον Φράνσις του Πιερ Ιβ Καρντινάλ που πείθει σαν διαταραγμένος, σαδιστής, αγροίκος. Αντιθέτως, ο ρόλος του Τομ, δεν είναι τόσο καλά δοσμένος, είναι αρκετά χάρτινος και τα κίνητρα των πράξεων του δεν είναι πότε ιδιαιτέρως ευδιάκριτα. Φυσικά, δεν είναι -πολύ- δύσκολο να υποθέσει ο θεατής ποια είναι αυτά( πρότερη ιστορία κακοποίησης; ψυχολογική αστάθεια; κακή διαχείριση του πένθους; Ο καθένας διαλέγει και παίρνει), άλλα σε ένα ψυχολογικό θρίλερ που πραγματεύεται το πάντα ενδιαφέρον Σύνδρομο της Στοκχόλμης θα περίμενε κάνεις έναν πιο πολυεπίπεδο χαρακτήρα στο κεντρικό ρόλο. Χωρίς να είναι εξόφθαλμα κακός, είναι ένας μάλλον άχρωμος και αψυχολόγητος χαρακτήρας. Πάρα τα προβλήματα όμως, η ταινία παραμένει καλή γιατί εκτός του ότι είναι αισθητικά άρτια, δεν επαναπαύεται σε αυτό, αλλά μελετά ενδιαφέρουσες θεματικές και εστιάζει στη σωματική ένταση, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και στο πένθος, αναζητώντας τα όρια μεταξύ αγάπης και
ψυχολογικής καταπίεσης. Μάλιστα πάρα το βαρύ της θέμα, δεν είναι μελόδραμα, μιας και σε αρκετά σημεία διανθίζεται με χιούμορ και ειρωνικά κλεισίματα του ματιού, αποφορτίζοντας την ατμόσφαιρα. Το σίγουρο είναι ότι ο ταλαντούχος κύριος Ντολάν, θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον, αν καταφέρει να ισορροπήσει ανάμεσα στο hype που τον συνοδεύει και στις απαιτήσεις κοινού και κριτικών.



Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο www.authority.gr

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Only lovers left alive(2013)



Ο Αδαμ και η Εύα ειναι ένα πολύ ερωτευμένο ζευγάρι. Αυτός ειναι ένας αντεργκράουντ μουσικός που ζει απομονωμένος στο Ντιτρόιτ. Αυτή ειναι μια γυναίκα γεμάτη αγάπη για την ζωή που ζει στην μαγευτική, μυστικιστική Ταγγέρη. Αμφότεροι, ειναι βρικόλακες χιλιάδων ετών.
Οι δυο αιώνιοι εραστές αγαπούν τις τέχνες, τις επιστήμες, την φύση, τις βραδινές βόλτες με το αυτοκίνητό, έχουν ζήσει από κοντά κοσμοϊστορικά γεγονότα και όπως συχνά αναφέρουν ς επηρέασαν την ανθρωπινή ιστορία ποικιλοτρόπως. Παρότι ειναι όντα της νύχτας, δεν ειναι καθόλου τρομαχτικοί. Αντιθέτως ειναι δυο όμορφα, εκλεπτυσμένα πλάσματα που αποπνέουν μυστήριο και ερωτισμό. Φυσικά, δεν φοβούνται τα σκόρδα και τους σταυρούς, ενώ αρνούνται να καταφύγουν στο παλιομοδίτικο δάγκωμα αθώων. Οι μοντέρνοι βρικόλακες, προμηθεύονται το αίμα από μεσάζοντες γιατί φοβούνται την μόλυνση από το δηλητηριασμένο – λόγω καταχρήσεων- αίμα , ταξιδεύουν με αεροπλάνα και επικοινωνούν με βιντεοσκοπήσεις.
Τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, ο Τζιμ Τζάρμους επιστρέφει με μια αντισυμβατική ιστορία αγάπης. Στήνει την πολύ απλή ιδέα του γύρω από δυο λαμπερούς πρωταγωνιστές με απαράμιλλο στυλ και έξυπνο κατάμαυρο χιούμορ. Όλη η ταινία είναι χαλαρή και ονειρική, μια έξυπνη αλληγορία πάνω στο πέρασμά του χρόνου και την μελαγχολία της ύπαρξης, χωρίς υπερβολές. Ίσα ίσα, είναι ένας φόρος τιμής στον βαμπιρικό μύθο, που αντιμετωπίζεται με σεβασμό άλλα και ένα παράπονο προς τους ανθρώπους που έπαψαν να ψάχνουν την ομορφιά. Στη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας, οι δυο μποέμ πρωταγωνιστές σχολιάζουν όλη την ανθρώπινη ιστορία, άλλοτε νοσταλγώντας, άλλοτε θαυμάζοντας και άλλοτε γκρινιάζοντας, ανταλλάσσοντας έξυπνους διαλόγους γεμάτους αναφορές, ειρωνείες και σχόλια. Πίσω από τις γοητευτικές στιχομυθίες τους όμως, κρύβεται μια υπαρξιακή αναζήτηση και μια αναμέτρηση με την μοναξιά και την ματαιότητα της ζωής. Αν είσαι απέθαντο ον, πως μπορείς να αγαπάς ακόμα την ζωή; Τι μπορεί να συμβεί που να σε εντυπωσιάσει ή να σου δώσει δύναμη να συνεχίσεις; Η αθανασία είναι ευλογία ή κατάρα; Οι δυο ήρωες απαντούν διαφορετικά. Ο μελαγχολικός και απογοητευμένος Ανταμ κρατιέται από την αγάπη του για την μουσική, την επιστήμη και την Εύα. Η Εύα. κρατιέται από την ομορφιά που κρύβεται σε κάθε φύλλο, σε κάθε τραγούδι και κάθε χορευτική κίνηση. Οι δυο τους έχουν ζήσει μαζί πολλές διαφορετικές ζωές άλλα κάθε φορά γυρίζουν ο ένας στον άλλον. Πάντα μαζί, ταγμένοι ο ένας στον άλλον, γιατί μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί.

Το Only lovers left alive είναι μια όμορφη, ρομαντική ταινία που δε θα περάσει απαρατήρητη. Είναι
αγαπημένη άλλα όχι, δεν είναι σπουδαία ταινία, γιατί έχει ένα βασικό πρόβλημά: δεν πηγαίνει πουθενά, δεν ξέρει τι θέλει να πει. Ακόμα και όταν εμφανίζεται η ζωηρή Άβα και παρόλο η παρουσία της έχει προοικονομηθεί ως μεγάλο κακό, ο ρόλος δεν φαίνεται να έχει κάποιο σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ιστορίας ή των χαρακτήρων. Δεν έχει σημασία όμως, γιατί είναι μια διασκεδαστική, γλυκιά ταινία, με εξαιρετικούς ηθοποιούς και μια Τίλντα Σουιντον, απόκοσμα αιθέρια, ένα χάρμα οφθαλμών. Πέρα από κάποιες μικρές σεναριακές αστοχίες, η ταινία δεν λαθαίνει. Έχει εξαιρετική σκηνοθεσία, υπεροχή φωτογραφία και ένα από τα πιο “σωστά” soundtracks ταινιών που ενώνει πανέμορφα μουσικές από διάφορα είδη και κουλτούρες. Και στο φινάλε φινάλε, είναι μια ταινία για την αγάπη ακόμα και αν αυτή αφορά δυο χίψτερ, μουσικόφιλα βαμπίρ.

Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στο www.authority.gr