Πρωταγωνιστές: - Ε.Κ, ετών 19, φίλη και συνοδοιπόρος σε αυτόν τον άδικο ντουνιά.
- Ανώνυμη γριούλα
Μέρος: Το σπίτι της Ε.Κ, κάπου στην Θεσσαλονίκη.
Πότε: Ένα φθινοπωρινό βράδυ του σωτήριου έτους 2009.
Θεσσαλονίκη, περίπου 1 το βράδυ. Η Ε.Κ έχει βάλει μπιτζαμούλες και δουλεύει πάνω στο νέο της πόνημα για την Θεωρία των Χορδών. Ξαφνικά, ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Ε.Κ δεν δίνει σημασία, ποιος άλλωστε θα χτυπούσε την πόρτα της τόσο αργά; Πίνει μια γουλιά καφέ και συνεχίζει την εργασία της. Ξανά το χτύπημα, πιο έντονο, πιο επίμονο. Η Ε.Κ σηκώνεται και κοιτάει από το ματάκι. Έκπληκτη βλέπει μια άγνωστη αλαφιασμένη γριούλα. Το χτύπημα συνεχίζεται, και ακούγεται η φωνή της γριούλας που ζητάει βοήθεια.
Ανάστατη η Ε.Κ ανοίγει την πόρτα και σαν στρόβιλος μπαίνει μέσα η περίεργη επισκέπτης. « Θέλω βοήθεια, έγινε κάτι πολύ σοβαρό». Παρά τις απέλπιδες προσπάθειες της Ε.Κ να μάθει τι το τόσο σοβαρό συνέβη, η γριούλα είναι ανένδοτη. Στο τέλος της λέει ότι ψάχνει την κόρη της τάδε και αφού επιβεβαιώνει ότι αυτή η τάδε είναι η μητέρα της φίλης μου, ζητάει επιτακτικά να μιλήσει μαζί της.
Μετά από ένα σύντομο τηλεφώνημα μεταξύ γριούλας και μητέρας, η Ε.Κ συνεχίζει να αναρωτιέται το στα κομμάτια συνέβη. Λίγο πριν αρχίσει να χτυπάει αλύπητα την γριούλα που επαναλαμβάνει σαν χαλασμένο γραμμόφωνο ότι κάτι σημαντικό συνέβη, γίνεται η τρελή ανατροπή και η γριούλα αλλάζει κασέτα. Το νέο ρεφρέν είναι να ζητάει την Έλσα που θα την βοηθήσει να βρει κάτι χαμένα χρήματα. Και ΕΔΩ γεννάται το μέγα ερώτημα? Παποία εστί Έλσα;
Η ΚΟΜΜΩΤΡΙΑ! Ενώ η φίλη μου ψάχνει να βρει που σταματά η λογική και που ξεκινά η παράνοια, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι η εν λόγω Έλσα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, μαθαίνουμε ότι η γριούλα έχει χάσει από το σπίτι της ένα αρκετά μεγάλο ποσό. Όταν τελικά αποσπά το τηλέφωνο από την τρισχαριτωμένη γριούλα, η Έλσα που εκτός από κομμώτρια πρέπει να είναι και μάντισσα της λέει ότι τα λεφτά είναι σε αυτό το σημείο του σπιτιού.
Περιχαρής η φίλη μου που λύθηκε το Μυστήριο του χαμένου θησαυρού, προσπαθεί να διώξει όσο πιο ευγενικά την γριούλα η οποία δε λέει να κουνήσει ρούπι. Και τότε γίνεται η νέα ανατροπή της βραδιάς και μπαίνει στο σπίτι ο αδερφός της Ε.Κ. Μετά από μια σύντομη παντομίμα του στυλ «τι ειν τούτο», «έλα μου ντε», ο αδερφός ανεμίζει χαρούμενα την χαίτη και απομακρύνεται με ελαφρά πηδηματάκια προς το δωμάτιο του.
Η γριούλα εν τω μεταξύ που έχει κάτι γλυκύτητα εφάμιλλης του Τζακ του Αντεροβγάλτη και ευγένεια που θα ζήλευε ο Χρήστος Ζαμπούνης, επιμένει όλο κέφι και ζωντάνια να σηκωθεί η Ε.Κ με τις μπιτζαμούλες και να πάει μαζί της στο σπίτι της να ψάξουν τον θησαυρό του Τζακ Σπάροου. Με τα πολλά και ενώ η Ε.Κ είναι έτοιμη να βάλει αλάτι πίσω από την πόρτα, να προσευχηθεί σε κάθε γνωστή θεότητα ή να βάλει τα κλάματα σιωπηλά στην γωνίτσα της, καταφέρνει να πείσει την γριούλα να πάει σπίτι της. Η οποία, φυσικά δε παραδίδει τα όπλα και με στεντόρεια φωνή δηλώνει ότι άμα δε τα βρει αύριο πουρνό πουρνό θα έρθει να την πάρει να ψάξουν όλοι μαζί τα χρήματα.
Και κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία αφήνοντας όμως δυο βασικά ερωτήματα:
- Η γριούλα ήξερε την μητέρα της Ε.Κ από το κομμωτήριο άρα αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν φίλες ή κάτι τέτοιο. Άραγε πόσες πόρτες χτύπησε εκείνο το ζεστό φθινοπωρινό βράδυ μέχρι να βρει την φίλη μου?
- Ποιο ήταν το όνομα της γριούλας?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου