Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα authority. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα authority. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Broken circle breakdown(2012)



Η Elise(Veerle Baetens) είναι tatoo artist. Ο Didier (Johan Heldenbergh) παίζει μπάντζο σε μια bluegrass μπάντα. Οι δυο τους ερωτεύονται ακαριαία και ζουν μαζί επτά παθιασμένα και ερωτευμένα χρόνια. Την ευτυχία τους συμπληρώνει απρόσμενα μια εγκυμοσύνη και οι δυο τους γίνονται υποδειγματικοί γονείς για την μικρή τους Maybelle. Η ευτυχία τους όμως δεν θα κρατήσει πολύ, αφού λίγο μετά τα 6 γενέθλιά της, το κοριτσάκι αρρωσταίνει από λευχαιμία και οι δυο τους καλούνται να βοηθήσουν το παιδί τους, αλλά και να σώσουν το γάμο τους που βαραίνει κάτω από την πίεση της αρρώστιας.

Αυτή είναι η ιστορία του The Broken Circle Breakdown, μια ιστορία για έναν πλήρη κύκλο ευτυχίας που όμως έκλεισε πολύ σύντομα και πολύ απότομα. Τι είναι αυτό που την έκανε να ξεχωρίσει τόσο ώστε να κερδίσει δύο βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου (2012) και τρία στο Φεστιβάλ της Τριμπέκα, ανάμεσα στα οποία καλύτερου σεναρίου και καλύτερης ηθοποιού για τη Veerle Baetens;
Καταρχήν η υπέροχη σκηνοθεσία και η κατακερματισμένη αφήγησή. Η ζωή του ζευγαριού χωρίζεται σε σκηνές, ο σκηνοθέτης- σεναριογράφος Felix Van Groeningen τις μπλέκει και βλέπουμε όλα τα κομβικά σημεία της αγάπης τους ανακατεμένα. Έτσι, μια στιγμή πάθους διαδέχεται μια δραματική σκηνή στο νοσοκομείο, ενώ μια συναυλία της μπάντας ακολουθεί ένα ξέσπασμα οργής, με αποτέλεσμα τα συναισθήματα να εναλλάσσονται διαρκώς.
Παρόλο όμως που η αφήγησή είναι ιδιαίτερη, ο θεατής δεν μπερδεύεται αλλά αντιθέτως βυθίζεται στις αναμνήσεις μιας όμορφης σχέσης δυο ωραίων, ευαίσθητων, ανέμελων rock n' roll ανθρώπων. Σε όλα τα παραπάνω βοηθά τρομερά και η εξαιρετική μουσική που γεμίζει τις σκηνές άλλοτε με ανάλαφρα τραγούδια που σε προκαλούν να χορέψεις και άλλοτε με σπαρακτικές μπαλάντες που υποδειγματικά υποκαθιστούν τους διαλόγους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μουσική είναι ο 4ος πρωταγωνιστής αυτής της ταινίας και κάθε νότα είναι σωστά επιλεγμένη για την σκηνή που πλαισιώνει.
Φυσικά, ειδικά μνεία πρέπει να γίνει για τους δυο πρωταγωνιστές που είναι άψογοι στους ρόλους τους. Ακόμα και στις στιγμές που η ταινία φλερτάρει με το μελόδραμα, οι δυο πρωταγωνιστές αποδίδουν τους ρόλους τους με τόλμη και ευαισθησία, προκαλώντας έντονες ανατριχίλες και φέρνοντας δάκρυα στα μάτια. Τα συναισθήματα δεν προκαλώντας απλώς, τα νιώθεις να σε πνίγουν και σε αυτό βοηθούν οι φυσικότατες εμπειρίες του ζευγαριού.
Όπως είναι σαφές, το Broken Circle, είναι μια πανέμορφη ταινία, ένα καθαρόαιμο δράμα που δύσκολα θα αφήσει κάποιον ασυγκίνητο. Πέρα της συγκίνησης όμως, η ταινία καταφέρνει να προβληματίσει αφού θέτει ερωτήματα για την θρησκεία, τη λογική, την επιστήμη, την τυφλή πίστη και την αδιανόητη αδικία που επικρατεί γύρω μας. Μα πάνω από όλα είναι μια ταινία για την απώλεια, όχι μόνο με την έννοια του φυσικοί θανάτου, αλλά και της απώλειας του εαυτού, όταν τα όνειρα ραγίζουν και η ζωή γίνεται αβάσταχτη.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο www.authority.gr


Searching for Sugar Man(2012)





Ο Sixto Rodriguez είναι ένας τραγουδοποιός της δεκαετίας του 70 που δεν γνώριζε κάνεις, παρότι ήταν μια μουσική ιδιοφυΐα. Έβγαλε δυο δίσκους που πούλησαν λίγα αντίτυπα, έκανε μερικές αποτυχημένες εμφανίσεις και επέστρεψε στην αφάνεια, δουλεύοντας ως οικοδόμος στο Detroit.
Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που δυο ορκισμένοι fans του από την Νότια Αφρική, οι Stephen 'Sugar' Segerman και Craig Bartholomew Strydom,αποφασίζουν να ακολουθήσουν τα ίχνη του και να βρουν ποιος ήταν αυτός ο μυστηριώδης καλλιτέχνης, που μοιάζει να έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Δεν ξέρουν καν αν ζει, μιας και κυκλοφορεί ο μύθος ότι αυτοκτόνησε, άλλα κάνεις δεν μοιάζει να γνωρίζει κάτι παραπάνω. Οι δυο τους λοιπόν, αποφασίζουν να ακολουθήσουν στοιχεία από στίχους τραγουδιών, να συναντήσουν όλους τους παραγωγούς των δίσκων του, να στήσουν μια ιστοσελίδα αφιερωμένη σε αυτόν, σε μια εποχή που το διαδίκτυο ήταν ακόμα στα σπάργανα. Κυριολεκτικά γύρισαν γη και ουρανό και αυτή η αναζήτηση κατέλαβε κάθε λεπτό του ελεύθερου χρόνου τους.
Αυτή φυσικά, είναι η ιστορία του Searching For Sugar Man, ενός συμβατικού μουσικού ντοκιμαντέρ που δείχνει βήμα βήμα αυτήν την αγωνιώδη και τόσο επίμονη αναζήτηση δυο ανδρών που έψαχναν ψύλλο στα άχυρα και κατάφεραν να ανακαλύψουν μια όμορφη, ξεχωριστή ιστορία. Ο τραγουδιστής που απέτυχε παταγωδώς στην Αμερική έγινε εν άγνοια του σύμβολο κατά του Apartheid στην Νοτιά Αφρική, πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους και οι fans του δεν τον ξέχασαν πότε, οδηγώντας σε ένα από τα πιο απίστευτα, άλλα πέρα για πέρα αληθινά, μουσικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Cape Town το 1998.

  •  
Όλη η ταινία είναι μια ιστορία γύρω από την επιμονή και την πίστη και στο τέλος της αφήνει ένα γλυκό χαμόγελο στο θεατή, αφού δείχνει ότι αν είσαι καλός σε αυτό που κάνεις, δε θα ξεχαστείς. Είναι απίστευτο ότι ένας τραγουδιστής με πραγματικά σπουδαία φωνή και πολύ ωραία τραγούδια, είχε καριέρα την οποία αγνοούσε, έζησε από επιλογή μια απλή ζωή και αγαπήθηκε με τόσο πάθος από ανθρώπους που δεν τον είχαν δει πότε, άλλα "χτύπησαν" τατουάζ με τη φωτογραφία του.
Φυσικά, σαν κάθε καλή ταινία για την ανθρώπινη δύναμη δεν θα μπορούσε να μην έχει και μια μικρή ιστορία επιμονής από τον ίδιο τον σκηνοθέτη της. Όταν ο σκηνοθέτης Malik endjelloul ξέφυγε από το budget του και δεν μπορούσε να γυρίσει τις τελευταίες σκηνές της ταινίας, χρησιμοποίησε την εφαρμογή 8mm Vintage Camera του iPhone του και ολοκλήρωσε την ταινία, η οποία αγαπήθηκε από κοινοί και κριτικούς, κέρδισε ένα σωρό βραβεία και το Όσκαρ ντοκιμαντέρ του 2012.
Αυτή είναι και η δύναμη της ταινίας, ένας ύμνος στην δύναμη της μουσικής, ένας φόρος τιμής σε έναν ιδιαίτερο άνθρωπο και έναν εξαιρετικό τραγουδιστή που δεν μπόρεσε να χωρέσει στο σύστημα των δισκογραφικών και αποφάσισε να ζήσει τη ζωή του με τους δικούς του όρους. Σαν ταινία δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο, μοιάζει με πολλά μουσικά ντοκιμαντέρ, ακολουθεί γραμμική αφήγηση που παρεμβάλλεται με ολόκληρα τραγούδια και δεν χτίζει ιδιαίτερη αγωνία. Ωστόσο, νομίζω ότι αυτός ήταν ο στόχος του σκηνοθέτη που απλά ήθελε να δείξει ότι πραγματικά, ο επιμένων νικά και ότι πολλές φορές η ζωή ξεπερνά και την πιο ζωηρή φαντασία.
Άλλωστε η μαγεία της ζωής κρύβεται σε ιστορίες που δεν έχουν καμιά λογική, που φτιάχτηκαν λόγω απίστευτων συμπτώσεων και που τελικά σε κάνουν να αναρωτιέται αν όντως έγιναν.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο www.authority.gr

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Tom at the farm (2013)



Ο Τομ είναι ένας νεαρός άνδρας που ταξιδεύει στο τόπο καταγωγής του συντρόφου του, με σκοπό να παρευρεθεί στην κηδεία του. Όταν φτάνει στην απομονωμένη φάρμα της οικογενείας όμως, τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη: κάνεις δεν γνωρίζει την ύπαρξη του ούτε το γεγονός ότι ο αποθανών ήταν ομοφυλόφιλος. Και όχι μόνο αυτό, άλλα ο μεγάλος γιος της οικογένειας είναι ένας περίεργος, βίαιος άνδρας που έχει σκοπό να κάνει κόλαση την ζωή του εύθραυστου Τομ.
Ο Χαβιε Ντολάν είναι μόλις 24 ετών και έχει προφτάσει να κάνει 4 ταινίες μεγάλου μήκους που όλες πήγαν σε μεγάλα φεστιβάλ. Φύσει και θέσει αλαζονικός, επιλέγει να κάνει -ωραίες- ταινίες που μοιάζουν με πολύχρωμα βιντεοκλίπ γεμάτα εντυπωσιακές εικόνες και υπέροχες μουσικές, που όμως έχουν μικρή ή καμία σχέση με την ιστορία της ταινίας. Αυτήν την φορά όμως, έκανε κάτι αρκετά διαφορετικό. Ο “Τομ στην Φάρμα””είναι η πιο συγκρατημένη ταινία του, η λιγότερο εγωκεντρική άλλα αυτή που -μάλλον- θα του δώσει ώθηση για να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό. Είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ, με πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ταιριαστή σκηνοθεσία και εξαιρετική μουσική. Ειδικά στο θέμα της μουσικής πρέπει να σταθούμε παραπάνω, μιας και για πρώτη φορά στη καριέρα του Ντολάν είναι τόσο ταιριαστή με τις εικόνες που πλαισιώνει και δεν είναι καθόλου άξιο απορίας, ότι πολλοί συγκρίνουν την χρήση της μουσικής με αυτήν του Χίτσκοκ. Τι γίνεται όμως με το σενάριο;


Το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Μισέλ Μαρκ Μπουσάρντ, και έχει διασκευαστεί από τον ίδιο και τον Ντολάν. Είναι μια τυπική ιστορία κακοποίησης, κρυμμένων οικογενειακών μυστικών και νοσηρότητας από αυτές που έχουμε δει πολλάκις. Ωστόσο, αυτό που την διαφοροποιεί από το σωρό είναι ότι δομείται γύρω από έναν αρκετά πειστικό κακό, τον Φράνσις του Πιερ Ιβ Καρντινάλ που πείθει σαν διαταραγμένος, σαδιστής, αγροίκος. Αντιθέτως, ο ρόλος του Τομ, δεν είναι τόσο καλά δοσμένος, είναι αρκετά χάρτινος και τα κίνητρα των πράξεων του δεν είναι πότε ιδιαιτέρως ευδιάκριτα. Φυσικά, δεν είναι -πολύ- δύσκολο να υποθέσει ο θεατής ποια είναι αυτά( πρότερη ιστορία κακοποίησης; ψυχολογική αστάθεια; κακή διαχείριση του πένθους; Ο καθένας διαλέγει και παίρνει), άλλα σε ένα ψυχολογικό θρίλερ που πραγματεύεται το πάντα ενδιαφέρον Σύνδρομο της Στοκχόλμης θα περίμενε κάνεις έναν πιο πολυεπίπεδο χαρακτήρα στο κεντρικό ρόλο. Χωρίς να είναι εξόφθαλμα κακός, είναι ένας μάλλον άχρωμος και αψυχολόγητος χαρακτήρας. Πάρα τα προβλήματα όμως, η ταινία παραμένει καλή γιατί εκτός του ότι είναι αισθητικά άρτια, δεν επαναπαύεται σε αυτό, αλλά μελετά ενδιαφέρουσες θεματικές και εστιάζει στη σωματική ένταση, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και στο πένθος, αναζητώντας τα όρια μεταξύ αγάπης και
ψυχολογικής καταπίεσης. Μάλιστα πάρα το βαρύ της θέμα, δεν είναι μελόδραμα, μιας και σε αρκετά σημεία διανθίζεται με χιούμορ και ειρωνικά κλεισίματα του ματιού, αποφορτίζοντας την ατμόσφαιρα. Το σίγουρο είναι ότι ο ταλαντούχος κύριος Ντολάν, θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον, αν καταφέρει να ισορροπήσει ανάμεσα στο hype που τον συνοδεύει και στις απαιτήσεις κοινού και κριτικών.



Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο www.authority.gr

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Only lovers left alive(2013)



Ο Αδαμ και η Εύα ειναι ένα πολύ ερωτευμένο ζευγάρι. Αυτός ειναι ένας αντεργκράουντ μουσικός που ζει απομονωμένος στο Ντιτρόιτ. Αυτή ειναι μια γυναίκα γεμάτη αγάπη για την ζωή που ζει στην μαγευτική, μυστικιστική Ταγγέρη. Αμφότεροι, ειναι βρικόλακες χιλιάδων ετών.
Οι δυο αιώνιοι εραστές αγαπούν τις τέχνες, τις επιστήμες, την φύση, τις βραδινές βόλτες με το αυτοκίνητό, έχουν ζήσει από κοντά κοσμοϊστορικά γεγονότα και όπως συχνά αναφέρουν ς επηρέασαν την ανθρωπινή ιστορία ποικιλοτρόπως. Παρότι ειναι όντα της νύχτας, δεν ειναι καθόλου τρομαχτικοί. Αντιθέτως ειναι δυο όμορφα, εκλεπτυσμένα πλάσματα που αποπνέουν μυστήριο και ερωτισμό. Φυσικά, δεν φοβούνται τα σκόρδα και τους σταυρούς, ενώ αρνούνται να καταφύγουν στο παλιομοδίτικο δάγκωμα αθώων. Οι μοντέρνοι βρικόλακες, προμηθεύονται το αίμα από μεσάζοντες γιατί φοβούνται την μόλυνση από το δηλητηριασμένο – λόγω καταχρήσεων- αίμα , ταξιδεύουν με αεροπλάνα και επικοινωνούν με βιντεοσκοπήσεις.
Τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, ο Τζιμ Τζάρμους επιστρέφει με μια αντισυμβατική ιστορία αγάπης. Στήνει την πολύ απλή ιδέα του γύρω από δυο λαμπερούς πρωταγωνιστές με απαράμιλλο στυλ και έξυπνο κατάμαυρο χιούμορ. Όλη η ταινία είναι χαλαρή και ονειρική, μια έξυπνη αλληγορία πάνω στο πέρασμά του χρόνου και την μελαγχολία της ύπαρξης, χωρίς υπερβολές. Ίσα ίσα, είναι ένας φόρος τιμής στον βαμπιρικό μύθο, που αντιμετωπίζεται με σεβασμό άλλα και ένα παράπονο προς τους ανθρώπους που έπαψαν να ψάχνουν την ομορφιά. Στη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας, οι δυο μποέμ πρωταγωνιστές σχολιάζουν όλη την ανθρώπινη ιστορία, άλλοτε νοσταλγώντας, άλλοτε θαυμάζοντας και άλλοτε γκρινιάζοντας, ανταλλάσσοντας έξυπνους διαλόγους γεμάτους αναφορές, ειρωνείες και σχόλια. Πίσω από τις γοητευτικές στιχομυθίες τους όμως, κρύβεται μια υπαρξιακή αναζήτηση και μια αναμέτρηση με την μοναξιά και την ματαιότητα της ζωής. Αν είσαι απέθαντο ον, πως μπορείς να αγαπάς ακόμα την ζωή; Τι μπορεί να συμβεί που να σε εντυπωσιάσει ή να σου δώσει δύναμη να συνεχίσεις; Η αθανασία είναι ευλογία ή κατάρα; Οι δυο ήρωες απαντούν διαφορετικά. Ο μελαγχολικός και απογοητευμένος Ανταμ κρατιέται από την αγάπη του για την μουσική, την επιστήμη και την Εύα. Η Εύα. κρατιέται από την ομορφιά που κρύβεται σε κάθε φύλλο, σε κάθε τραγούδι και κάθε χορευτική κίνηση. Οι δυο τους έχουν ζήσει μαζί πολλές διαφορετικές ζωές άλλα κάθε φορά γυρίζουν ο ένας στον άλλον. Πάντα μαζί, ταγμένοι ο ένας στον άλλον, γιατί μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί.

Το Only lovers left alive είναι μια όμορφη, ρομαντική ταινία που δε θα περάσει απαρατήρητη. Είναι
αγαπημένη άλλα όχι, δεν είναι σπουδαία ταινία, γιατί έχει ένα βασικό πρόβλημά: δεν πηγαίνει πουθενά, δεν ξέρει τι θέλει να πει. Ακόμα και όταν εμφανίζεται η ζωηρή Άβα και παρόλο η παρουσία της έχει προοικονομηθεί ως μεγάλο κακό, ο ρόλος δεν φαίνεται να έχει κάποιο σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ιστορίας ή των χαρακτήρων. Δεν έχει σημασία όμως, γιατί είναι μια διασκεδαστική, γλυκιά ταινία, με εξαιρετικούς ηθοποιούς και μια Τίλντα Σουιντον, απόκοσμα αιθέρια, ένα χάρμα οφθαλμών. Πέρα από κάποιες μικρές σεναριακές αστοχίες, η ταινία δεν λαθαίνει. Έχει εξαιρετική σκηνοθεσία, υπεροχή φωτογραφία και ένα από τα πιο “σωστά” soundtracks ταινιών που ενώνει πανέμορφα μουσικές από διάφορα είδη και κουλτούρες. Και στο φινάλε φινάλε, είναι μια ταινία για την αγάπη ακόμα και αν αυτή αφορά δυο χίψτερ, μουσικόφιλα βαμπίρ.

Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στο www.authority.gr

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

The Great Gatsby (2013)

Ο «Υπέροχος Γκάτσμπυ», εκδόθηκε το 1925 από τον Francis Scott Key Fitzgerald και παρότι αναγνωρίστηκε μετά θάνατον του συγγραφέα, σήμερα θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα αμερικάνικα μυθιστορήματα. Είναι ένα βιβλίο που διαδραματίζεται σε μια από τις πιο ιδιαίτερες εποχές της αμερικάνικης ιστορίας, την δεκαετία του ΄20.  Μόλις έχει τελειώσει ο Μεγάλος Πόλεμος(Α’ Παγκόσμιος), οι άνθρωποι έχουν μαζέψει τα κομμάτια τους και έχουν αφήσει πίσω τους
τα δύσκολα χρόνια. Στα λίγα χρόνια που μεσολαβούν μέχρι το μεγάλο Κραχ του 1929, η καθημερινότητα μοιάζει με ατελείωτο πάρτι. Οι Αμερικάνοι κερδίζουν απίστευτα ποσά από το Χρηματιστήριο, οι γυναίκες ψηφίζουν, καπνίζουν, απελευθερώνονται, οι τέχνες είναι στα καλύτερα τους, οι πόλεις γεμίζουν αυτοκίνητα και ουρανοξύστες. Την ίδια στιγμή, η ποτοαπαγόρευση έχει εδραιωθεί, επιτρέποντας  μαφιόζους να ελέγχουν την οικονομία. Από τότε έχουν περάσει 90 χρόνια, αλλά οι ομοιότητες με την εποχή μας είναι σοκαριστικές. Η δεκαετία του 1920 ήταν μια εποχή ανάπτυξης, ευμάρειας, ηθικού εκμαυλισμού, αδιανόητου οπορτουνισμού. Ήταν μια λαμπερή σαπουνόφουσκα που εν τέλει έσκασε με θόρυβο  και τα απόνερα της, βάλτωσαν τα χρόνια που ακολούθησαν.


Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Cloud Atlas (2012)




Βασισμένο στο περίπλοκο και φιλόδοξο βιβλίο του David Mitchell, το Cloud Atlas είναι μια ταινία που συζητήθηκε πολύ, μήνες πριν την πρώτη προβολή της. Ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου άλλωστε έχει δηλώσει ότι το πόνημά του είναι "αδύνατον να κινηματογραφηθεί".
Πάρα την εμφανή αλαζονεία της δήλωσής του, ο αγαπητός κύριος Mitchell δεν έχει άδικο μιας και το εξαιρετικό βιβλίο του πραγματεύεται 6 διαφορετικές ιστορίες, που εξελίσσονται σε διαφορετικές εποχές, ξεκινώντας από τον 19ον αιώνα και φτάνοντας στην Χαβάη του 2.300, 106 χειμώνες μετά την Αποκάλυψη. Τέτοιες μεγαλεπήβολες ιδέες είναι εύκολο να αναπτυχθούν στις σελίδες ενός βιβλίου, μιας και η γλώσσα έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί απίθανες εικόνες και να τις εμπλουτίζει με ευαισθησία, ρομαντισμό και όποιο άλλο συναίσθημα επιθυμεί ο συγγραφέας. Στη μεγάλη οθόνη, τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα. Ωστόσο, οι αδερφοί Wachowski και ο Tom Tykwer, φαίνεται να κέρδισαν το στοίχημα και να απέδειξαν ότι ναι, το Cloud Atlas μπορεί να κινηματογραφηθεί και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Άλλα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. 
 Το Cloud Atlas είναι ένα παζλ, που ενώνει 6 διαφορετικές ιστορίες και τις διηγείται ταυτόχρονα. Δεν είναι σπονδυλωτή ταινία, άλλα αφήγηση ενός κατακερματισμένου όλου, αφού όλες οι τόσο διαφορετικές ιστορίες καταλήγουν να είναι παρόμοιες. Είναι η ιστορία ενός νεαρού δικηγόρου του 19ου αιώνα που κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, θα αλλάξει αντιλήψεις για την ζωή. Είναι η ιστορία ενός φτωχού ευφυούς μουσικού που προσπαθεί να ολοκληρώσει το αριστούργημά του κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Είναι η μάχη μιας δραστήριας δημοσιογράφου ενάντια σε μια πολυεθνική και η προσπάθεια αποκάλυψης ενός τρομακτικού σκανδάλου. Είναι οι κωμικοτραγικές περιπέτειες ενός ηλικιωμένου εκδότη που χάνει τα πάντα τη στιγμή του απόλυτου θριάμβου του. Είναι η ιστορία μιας γενετικά κατασκευασμένης σερβιτόρας που νιώθει το ξύπνημα της ανθρωπινής συνείδησής της στη Νέα Σεούλ του μακρινού Μέλλοντος. Τέλος, είναι η ιστορία ενός βοσκού που βασανίζεται από τον Διάβολο, στη Χαβάη των 106 χειμώνων μετά την πτώση του πολιτισμού.
Για πάνω από 500 χρόνια, οι χαρακτήρες προσπαθούν να ξεφύγουν από την αδηφάγα κοινωνία που ως μότο έχει το Δαρβινικό αξίωμά πως οι δυνατοί τρώνε τους αδυνάτους. Σε κάθε περίπτωση, η μαχητικότητα και το θάρρος ενός μεμονωμένου ανθρώπου είναι ικανό να αλλάξει τον ρου της ιστορίας και οι πράξεις του καθενός έχουν συνέπειές που επηρεάζουν το παρελθόν, το παρόν και το απώτερο μέλλον. Άλλωστε, η αγάπη και η πίστη στα ιδανικά είναι η κινητήριος δύναμη που τους οπλίζει με θάρρος και τους καθοδηγεί μέχρι την προσωπική τους εξιλέωση.
Μα πάνω από όλα, είναι το προσωπικό στοίχημα των δημιουργών της, που επιλέγοντας ως αφηγηματικό τέχνασμα την παράλληλη αφήγηση και τους συνειρμούς, κατάφεραν να ενώσουν όλες αυτές τις ετερογενείς ιστορίες και να παρουσιάσουν ένα έργο με εξαιρετική δομή και παλμό. Ο θεατής δεν κουράζεται, δεν μπερδεύεται, καταφέρνει να παρακολουθήσει και τις 6 ιστορίες χωρίς κανένα πρόβλημα, ακόμα και αν στα πρώτα λεπτά αυτό μοιάζει αδύνατο. Το βασικό θέμα όλων των ιστοριών είναι η ελευθερία και η ελεύθερη βούληση. Τα ερωτήματα που θέτει δεν είναι καινούργια, τα έχουν θέσει άνθρωποι από τότε που το είδος μας απέκτησε λόγο. Ωστόσο, είναι πάντα εντυπωσιακό να βλέπεις μια νέα, φρέσκια προσέγγιση των αιωνίως άλυτων προβληματισμών.

Βέβαια, το Cloud Atlas, παρότι παρουσιάζεται ως τέτοιο, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ως βαριά, φιλοσοφική ταινία που καταθέτει μεγάλες αλήθειες. Όχι ότι δεν έχει πρώτη ύλη ικανή να την καρφώσει στο top 10 των πιο ιδιαίτερων ταινιών του αιώνα. Το πρόβλημα ξεκινά από την επιλογή των δημιουργών να δημιουργήσουν μια εισπρακτική επιτυχία, με αποτέλεσμα να κάνουν εκπτώσεις και να παραδίδουν μασημένη τροφή.
Έτσι, ενώ είχαν ως κεντρικό άξονα την αιωνία λαχτάρα του αρχετυπικού ανθρώπου για ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό, επέλεξαν να παραδώσουν μια απλοϊκή ιστορία περί μετεμψύχωσης και Κάρμα. Θα μπορούσαν να φιλοσοφήσουν άλλα αντί αυτού επέλεξαν απλές διδαχές περί του νοήματος της ζωής και αντί να προσφέρουν τροφή για σκέψη και "πονοκέφαλο" στους θεατές, έδωσαν όλες τις εξηγήσεις στο πιάτο.
Είναι κρίμα που στην κορύφωση του φιλμ, ακούγονται new age τσιτάτα "from womb to tomb, our lives are not our own", "Our lives are not our own. We are bound to others. Past and present. And by each crime; and every kindness we birth our future." Είναι κρίμα που αντί να αντιμετωπίσουν τους ήρωες της κάθε ιστορίας ως προσωποποίηση του θάρρους και της ελπίδας, επέλεξαν να τους παρουσιάσουν σαν τη μετεμψύχωση των ίδιων χαρακτήρων που απλώς είναι καταδικασμένοι να κάνουν τα ίδια λάθη, να δίνουν τις ίδιες μάχες, να αναζητούν ο ένας τον άλλον, ξανά και ξανά, χωρίς να το γνωρίζουν.
Ωστόσο, ο θεατής δεν θα απογοητευτεί- εκτός αν έψαχνε τη Μεγάλη Φιλοσοφική Αποκάλυψη ή ένα νέο Matrix. Το Cloud Atlas έχει πάρα πολλές αρετές άλλα και ένα μεγάλο μείον. Παρουσιάζεται ως επικό και φιλοσοφικό ενώ στη πραγματικότητα είναι ένα μαγευτικό παραμύθι για μεγάλα παιδιά.
Τα καλά του, ουκ ολίγα. Έχει 6 πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, μισή ντουζίνα ταλαντούχους ηθοποιούς που ο καθένας λάμπει σε διάφορα σημεία, έχει αδιανόητα καλό μακιγιάζ και έναν υπεύθυνο μοντάζ για πολλά συγχαρητήρια. Επίσης, έχει εξαιρετική μουσική με το βασικό μουσικό θέμα να αποτελεί το "χαλί" σε κομβικά σημεία των ιστοριών και μια σκηνοθετική προσέγγιση που θα μνημονεύεται για καιρό, όχι μόνο για την αρτιότητά της άλλα και για τις πολλαπλές αναφορές της σε παλιότερες σημαντικές ταινίες. Σε επίπεδο παράγωγης δεν έχουν γίνει εκπτώσεις και το μεράκι φαίνεται σε κάθε πλάνο.
Δεν είναι εύκολο να στήσεις ένα τρίωρο έργο και να κατορθώνεις να μεταπηδάς αρμονικά από αστυνομικές περιπέτειες, σε φαρσοκωμωδία και μετά σε post-apocalyptic δυστοπίες. Και μέσα σε όλα αυτά να πάρεις μια πλειάδα κάλων ηθοποιών, να τους αναγκάσεις να βγουν έξω από την μανιέρα τους και να ερμηνεύσουν μέσα στην ίδια ταινία 6 διαφορετικούς ανθρώπους όχι μόνο ως ρόλο, άλλα ως φύλο ή φυλή. Και να το κάνουν επιτυχώς. Επιπλέον, έχει ως βασική θεματική τη μεγαλύτερη συμπαντική αλήθεια: ό,τι και να κάνουμε, όσο ασήμαντο και αν φαίνεται, έχει επιπτώσεις. Μπορεί να μην τις μάθουμε πότε, άλλα είναι εκεί και πάντα θα αποδεικνύουν ότι ο καθένας μας μεμονωμένος είναι φαινομενικά ασήμαντος, άλλα αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προκαλέσουμε αλλαγές.
Το "Cloud Atlas" είναι μια ταινία που θα διχάσει, θα προκαλέσει διφορούμενες αντιδράσεις, αλλά και μια ταινία που χρίζει παραπάνω από μια θέαση. Είναι μια ταινία που προκαλεί συζητήσεις και θα συνεχίσει να τις προκαλεί για καιρό ακόμα. Άλλωστε μπορεί να μην είναι αληθινά σπουδαία, άλλα είναι μια τολμηρή, εντυπωσιακή προσπάθεια που πάρα τα λάθη της, δεν ξεχνιέται εύκολα. Και σίγουρα είναι μια ταινία που πρέπει να ιδωθεί σε μεγάλη οθόνη.





Πρώτη δημοσίευσή στο: www.authority.gr

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Salmon Fishing in the Yemen



O Alfred Jones (Ewan McGregor) είναι ο καλύτερος ιχθυολόγος της Βρετανίας και ένας μάλλον ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Μια μέρα τον προσεγγίζει η Harriet (Emily Blunt), εκ μέρους ενός σεΐχη που έχει ως όνειρο ζωής να δημιουργήσει ένα τεχνητό ποτάμι για να μπορεί να εξασκεί το αγαπημένο του χόμπι, που δεν είναι άλλο από το ψάρεμα σολομών. Ο Alfred αρχικά αρνείται, μέχρι που ο ιδεαλισμός και η ισχυρή πίστη του σεΐχη ότι όλα είναι πιθανά, τον πείθουν να αναλάβει το project.


Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Paul Torday και είναι η ιστορία των τριών πρωταγωνιστών. Ο Jones είναι ένας επιστήμονας, εγκλωβισμένος σε έναν γάμο που παραπαίει, η Harriet είναι μια κοπέλα καριέρας που μπλέχτηκε σε μια περίεργη ιστορία την στιγμή που η προσωπική της ζωή περνά μια μεγάλη δοκιμασία και ο σεΐχης δεν είναι άπλα ένας ιδιόρρυθμος πλούσιος, άλλα ένας αγνός οραματιστής με μεγάλα σχέδια.
 Παρόλο που η ιστορία φαίνεται πολλά υποσχόμενη, γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον της και κουράζει. Οι εξελίξεις είναι πολύ αργές και αδιάφορες στο σύνολο τους, ενώ δεν υπάρχει σε κανένα σημείο ανατροπή ή πρόκληση ενδιαφέροντος. Ακόμα και οι -λίγες- χαριτωμένες κωμικές σκηνές, δεν αξιοποιούνται όπως πρέπει, με αποτέλεσμα να χάνουν την δυναμική τους.
Δυστυχώς για τους θεατές, η ταινία γρήγορα γίνεται προβλέψιμη και κλισέ σε σημείο που καταντά ενοχλητική. Ενώ θα μπορούσε να είναι μια ταινία που θα μας γέμιζε αισιοδοξία και χαμόγελο, ωθώντας μας να πιστέψουμε ότι όλα είναι εφικτά, γρήγορα καταλήγουμε να μην νοιαζόμαστε για τον ιδεολόγο σεΐχη και το πραγματικά όμορφo όνειρο του.
Η σκηνοθεσία και το μοντάζ δεν βοηθούν, αφού ούτε αναδεικνύονται οι διάλογοι ούτε τα πανέμορφα τοπία, ενώ οι ηθοποιοί είναι αξιοπρεπέστατοι όπως πάντα, άλλα σε καμιά περίπτωση δεν μιλάμε για ερμηνείες που θα μείνουν στην... κινηματογραφική ιστορία. Η μόνη από το cast που δημιούργησε ένα χαμόγελο με το κεφάτο παίξιμο της ήταν η Kristin Scott Thomas, η οποία όμως πάρα τις φιλότιμες προσπάθειες της, χάνεται πίσω από την άτσαλη ιστορία που υποχρεώνεται να υπερασπιστεί.
Είναι άξιο απορίας πως κατάφερε ο αξιότιμος κύριος Lasse Hallström, να πάρει μια ιδιαίτερη ιστορία γεμάτη πολιτική ίντριγκα και να την κάνει τόσο αδιάφορη. Αντί να επικεντρωθεί έστω και λίγο στα σοβαρά γεγονότα τα οποία διαδραματίζονται, προτιμά να επενδύσει στο ρομάντζο και την feelgood διάθεσή.
Έτσι, καταλήγει σε μια επιδερμική και μάλλον άτσαλη προσέγγιση των προβλημάτων της μέσης ανατολής, του πολέμου στο Αφγανιστάν, των πολιτικών ραδιουργιών της Αγγλίας και προσπαθεί να χτίσει ένα παραμύθι που υπολείπεται όμως της παραμυθένιας μαγείας.
Είναι λυπηρό που ενώσω επέλεξε να γεμίσει το “σοβαρό” κομμάτι της ταινίας με απιθανότητες μόνο και μόνο για να προωθήσει το ρομάντζο, αποτυγχάνει και σε αυτό το σημείο, παραδίδοντας μια ιστορία που μοιάζει με κακογραμμένο "άρλεκιν".

Με λίγα λόγια το Salmon Fishing in the Yemen είναι μια μετριότατη, αδιάφορη ταινία που θα κουράσει και θα απογοητεύσει τους περισσοτέρους θεατές γιατί από τη μία είναι γεμάτη κλισέ άλλα η αργή κινηματογράφηση της δεν την καθιστά mainstream και, από την άλλη, προσπαθεί να χαρακτηριστεί ως "σινεφίλ", με τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.



Πρώτη δημοσίευσή στο: www.authority.gr

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Medianeras

Η Mariana και ο Martin, ζουν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο και παρότι κυκλοφορούν στα ίδια μέρη δεν έχουν γνωριστεί ποτέ. Αυτός είναι αγοραφοβικός και σπανίως βγαίνει από το σπίτι μετά τον χωρισμό του. Αυτή έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική αλλά εργάζεται ως διακοσμήτρια βιτρινών και προσπαθεί να προχωρήσει ύστερα από την διάλυση της τετράχρονης σχέσης της.



Το Medianeras είναι μια εναλλακτική κομεντί που σκιαγραφεί την μοναξιά δυο νέων ανθρώπων. Το σκηνικό της ιστορίας είναι η πρωτεύουσα της χρεοκοπημένης Αργεντινής και πρωταγωνιστές δυο άνθρωποι, όχι τόσο διαφορετικοί από τον μέσο θεατή της ταινίας.
Οι δυο νέοι πρωταγωνιστές πνίγονται μέσα στην πολύβουη πόλη και παρότι περιτριγυρίζονται από ανθρώπους, νιώθουν αβάσταχτα μόνοι και αναζητούν το νόημα της ζωής τους.
Ωστόσο, δεν είναι -φαινομενικά- δυστυχισμένοι μιας και ζουν κανονικά την ζωή τους, εργάζονται και δημιουργούν σχέσεις με το άλλο φύλο. Τίποτα όμως δεν τους ολοκληρώνει και διαρκώς νιώθουν ανεπαρκείς.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Gustavo Tareto, στήνει μια όμορφη, ανάλαφρη ταινία που πραγματεύεται ένα σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας, την μοναξιά. Παρά το βαρύ θέμα της, δεν είναι δύσκολη ταινία όχι μόνο γιατί είναι διανθισμένη με πολλές αναφορές στην ποπ κουλτούρα και στο σινεμά άλλα γιατί χρησιμοποιεί διάφορες “τσαχπινιές” πέραν των συμβατικών αφηγηματικών μέσων (φωτογραφίες, γκράφιτι, κομιξ κτλ).
Εκτός από την εξαιρετική δουλειά του σκηνοθέτη, η ταινία στολίζεται από τους δυο συμπαθείς πρωταγωνιστές που ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στους ρόλους τους άλλα και από το soundtrack, το τόσο ταιριαστό με αυτήν την αστική ιστορία αγάπης και αποξένωσης.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι ο τρίτος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι η ίδια η πόλη που ενώνει άλλα και χωρίζει τους ανθρώπους. Τα κτίρια χρησιμοποιούνται σαν αναλογίες προς τις ανθρώπινες σχέσεις και η πρωτεύουσα έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την ζωή των κάτοικων της. Άλλοτε πανέμορφο, άλλοτε φορέας παρακμής και φτώχειας, το πολυπληθές Μπουένος Άιρες, άλλοτε αγκαλιάζει και άλλοτε πνίγει τον κουρασμένο αστό.
Τα κτίρια είναι ασφυκτικά κοντά, οι τοίχοι όμως έχουν μετατραπεί σε τείχη που εγκλωβίζουν τους ανθρώπους και τους καταδικάζουν σε επιφανειακές σχέσεις και έλλειψη επικοινωνίας.
Κάπως έτσι χτίζεται ένα μελαγχολικό παραμύθι για την αποξένωση και την κενή ζωή, που όμως δεν καταθλίβει. Αντιθέτως, είναι τρυφερό και γεμάτο παιχνιδιάρικη διάθεση. Δυστυχώς, δεν καταφέρνει να ξεφεύγει από την μετριότητα μιας και οι ζωές των δυο πρωταγωνιστών είναι επιτηδευμένα όμοιες και ο ρυθμός σε αρκετά σημεία χάνεται, με αποτέλεσμα να κουράζει.

Ωστόσο, η χαλαρή σκηνοθετική μάτια που διαρκώς αποφορτίζει την ατμοσφαίρα και το -συνολικά- έξυπνο σενάριο, σώζουν την ταινία και την καθιστούν μια καλή επιλογή για ένα καλοκαιρινό βράδυ.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Rock of Ages



Το 1987 η όμορφή Sherrie, μετακομίζει από την Tulsa στο Los Angeles με την ελπίδα να γίνει τραγουδίστρια. Τυχαία γνωρίζει τον Drew, που επίσης κυνηγά μια καριέρα στο τραγούδι και ερωτεύονται.

Το ρομάντζο τους έχει πολλά σκαμπανεβάσματα άλλα σε κάθε πτυχή του ντύνεται με διαχρονικές rock επιτυχίες (Def Leppard, Foreigner, Journey, Poison, REO Speedwagon, Twisted Sister κ.λπ.). Η ταινία βασίζεται στο επιτυχημένο θεατρικό του Broadway και είναι φόρος τιμής στην 80's poser rock περίοδο του "σκληρού" ήχου και στα διαχρονικά τραγούδια που αυτή γέννησε.
Όλη η ιστορία μπλέκεται γύρω από ένα μεγάλο rock club το The Bourbon Room, το οποίο έχει ζήσει μεγάλες δόξες άλλα πλέον είναι καταχρεωμένο. Η τελευταία ελπίδα του ιδιοκτήτη του (Alec Baldwin) είναι η εμφάνισή του μεγάλου "star" Jaxx (Tom Cruise), ο οποίος ξεκίνησε από εκεί την καριέρα του με το συγκρότημά του.
Βέβαια, τα πράγματα δε θα είναι εύκολα μιας και η πιστή χριστιανή Patricia Whitmore (Catherine Zeta Jones), σύζυγος του δημάρχου έχει κηρύξει “πόλεμο” ενάντια στο κλαμπ. Από άποψη παράγωγης, όλα είναι εξαιρετικά. Σε επίπεδο σκηνικών και κουστουμιών έχει γίνει άψογη αποτύπωση της εποχής, αφού οι παράγωγοι μελέτησαν κάθε λεπτομέρεια, ώστε το αποτέλεσμα να είναι όσο το δυνατό πιο ρεαλιστικό.
Αξίζει να αναφερθεί ότι τριάντα κιθάρες φτιάχτηκαν μόνο για την ταινία ενώ σαν επιπρόσθετη πινελιά αυθεντικότητας, πολλοί καλλιτέχνες όπως οι Nuno Bettencourt των Extreme, Joel Hoekstra των Night Ranger, Debbie Gibson, Sebastian Bach των Skid Row κ.λπ., παρέλασαν σε cameo εμφανίσεις.
Από άποψης ερμηνειών, επίσης δεν υπάρχει κανένα παράπονο. Οι δυο νεαροί πρωταγωνιστές εκτός από όμορφες παρουσίες έχουν ωραίες φωνές, ικανοποιητικές ερμηνευτικές ικανότητες και πείθουν ως οργισμένα νιάτα των 80s που ψάχνουν τη θέση τους στον κόσμο. Ο Tom Cruise, είναι πλήρως μεταμορφωμένος και πείθει σαν μέγας "rock star", όχι μόνο με τα ρούχα και την σκηνική παρουσία άλλα και με την ερμηνεία του. Όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι είναι εξίσου καλοί είτε μιλάμε για την Jones, στο ρόλο της καταπιεσμένης συντηρητικής είτε για τον Paul Giammati, είτε για τις κωμικές περσόνες των Alec Baldwin και Russell Brand.
Τότε ποιο είναι το πρόβλημα; Δυστυχώς, το σενάριο που συνολικά απογοητεύει. Οι δημιουργοί προσπαθούν να εξυμνήσουν το sex, drugs and rock 'n' roll lifestyle, αλλά καταλήγουν να πνίγονται μέσα στα κλισέ που υποτίθεται στηλιτεύουν. Οι κακοί είναι πάντα οι δισκογραφικές, οι ποπ μπάντες είναι για γέλια, οι συντηρητικοί είναι ανόητοι γραφικοί και φυσικά οι ροκάδες είναι όλοι ευαίσθητες ψυχές που κάτω από το σκληρό προσωπείο τους ψάχνουν την αληθινή αγάπη.
Κακογραμμένο σενάριο, ευκολίες στα μηνύματα, και τόσο ρομάντζο που δεν δικαιολογείται σε μια ταινία για το rock. Εκτός από τον έρωτά του πρωταγωνιστικού δίδυμου, παρακολουθούμε άλλο ένα love story, με αποτέλεσμα κανένα να μην αναλύεται επαρκώς και εν τελεί να μην μας ενδιαφέρουν. Οι διάλογοι είναι προσχηματικοί με τα τραγούδια να προάγουν κατά βαση την ιστορια και να καθιστούν την ταινια περισσοτερο εκτενές video clip παρά κινηματογραφικό έργο. Η ιστορία του Alec Baldwin παρότι αστεία, ταιριάζει περισσότερο σε παρωδία πάρα σε ένα υποτιθέμενα σοβαρό έργο, με τον ρόλο του να είναι ξεκάθαρα καρικατούρα.
Απολαυστικός μεν, καρικατούρα. δε. Εν κατακλείδι, η ταινία είναι μετριότατη και δε σώζεται ούτε καν από τα πανέμορφα τραγούδια. Σε καμιά περίπτωση δεν προβάλλει στα σοβαρά το rock τρόπο ζωής, άλλα αντιθέτως παραθέτει μια σωρεία υπερβολικών σκηνικών που όχι μόνο δεν πείθουν, άλλα κουράζουν και πολύ εύκολα. Δυστυχώς, αν δεν υπήρχαν τα πασίγνωστα κομμάτια που καλύπτουν σχεδόν την μίση ταινία, η θέαση της θα ήταν πραγματικά μαρτύριο. Ίσως οι δημιουργοί θέλησαν να παρουσιάσουν πιο ανάλαφρα την εποχή,άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η ταινία είναι μιούζικαλ.
Ίσως φταίει ότι ο μουσικός παράγωγος της ταινίας είναι παράγωγος στο Glee, στην Hanna Montana, στους Jonas Brothers και λοιπούς καλλιτέχνες της εποχής, που απευθύνονται αυστηρά σε εφήβους. Το δυστύχημα είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν ανάλαφροι, άλλα cult και γελοίοι και έτσι παρέδωσαν μια ταινία που όχι μόνο δεν τιμά την rock παράδοση άλλα ίσα ίσα την παρωδεί. Το Rock of Ages, είναι μια ταινία που αξίζει μόνο αν θες να ακούσεις κλασική rock. Άλλα γιατί να δεις ένα δίωρο έργο και να μην ακούσεις απλώς το soundtrack;



Αυτό το κείμενο πρωτοδημοσιευτηκε στο www.authority.gr

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

American Pie: Reunion




Το 1999 τέσσερις φίλοι, ξεκίνησαν τις προσπάθειες για να χάσουν την παρθενιά τους. Από τότε πέρασαν πολλά χρονιά και πολλά έχουν αλλάξει.

Τα τέσσερα αγόρια έγιναν άνδρες, άλλοι νοικοκυρεύτηκαν, άλλοι όχι, άλλα όλοι στην συνάντηση παλιών συμμαθητών είναι αποφασισμένοι να αναβιώσουν τα ένδοξα νιάτα τους. Τα τελευταία χρόνια, είναι πολλές οι ταινίες, με άνδρες πρωταγωνιστές που παρότι έχουν μεγαλώσει, παρέμειναν για πάντα παιδιά και διαρκώς αναζητούν να αναβιώσουν το τιμημένο παρελθόν τους, με ολέθρια συνήθως αποτελέσματα.


Μια επιτυχημένη τέτοια ταινία, είναι το Ηangover, που απέδειξε ότι ο συνδυασμός αδιανόητης καφρίλας και έξυπνου χιούμορ, είναι ο καλύτερος για όσους θέλουν να γελάσουν με την ψυχή τους. Το American Pie από την άλλη, είναι το ακριβώς αντίθετο.
Αντί να χρησιμοποιήσει την οικειότητα του θεατή με τους ήρωες και να πλημμυρίσει η οθόνη νοσταλγική καφρίλα, καταλήγουμε να παρακολουθούμε μια ταινία χωρίς χιούμορ ή ζωντάνια, αλλά μπουκωμένη από παλιμπαιδισμούς και κακό 90's χιούμορ. Είναι κρίμα που οι δημιουργοί θεώρησαν ότι τα χοντροκομμένα σεξοαστεία, που προκαλούσαν γέλιο μια φορά και έναν καιρό, θα παρέμεναν επίκαιρα τόσα χρόνια μετά.
Το πρώτο American Pie δημιούργησε σχολή και στα 13 χρονιά που μεσολάβησαν, έχει αντιγραφεί τόσο πολύ, που ακόμα και τα αστεία που το ίδιο εισήγαγε, πλέον μυρίζουν μούχλα. Το χιούμορ αλλάζει, άλλα οι συντελεστές δεν φαίνεται να το έχουν αντιληφθεί. Έτσι, αντί να γράψουν μια έξυπνη σάτιρα για τους 30αρηδες που αρνούνται να μεγαλώσουν, επιλεγούν να στραφούν στο φθηνό, ξεπερασμένο χιούμορ, που ίσως προκαλεί γέλιο σε κάποιες στιγμές, άλλα τις περισσότερες φόρες είναι αμήχανο και κουραστικό.
Εν έτει 2012, δεν υπάρχει κοινό για αυτού του είδους τις ταινίες. Οι σημερινοί 18ρηδες δεν έχουν καμιά σχέση με τους 18ρηδες του πρώτου American Pie και οι σημερινοί 30αρηδες επιζητούν περιπέτειες τύπου hangover, αντί να μπλέκουν με ανήλικα νυμφίδια και σεξομανείς 50αρες. Έτσι, η ταινία καταλήγει να μην απευθύνεται ούτε στους νέους, που πλέον ενθουσιάζονται με έξαλλα πάρτι τύπου Project- X, ούτε στους μεγαλύτερους, που δύσκολα θα έμπλεκαν σε παρόμοιες περιπέτειες γυμνασιακού επίπεδου.
Το American Pie, είναι μια ταινία με μετριότατες ερμηνείες από ένα μάτσο ηθοποιών β' διαλογής, κάνεις εκ των οποίων δεν έχει να παρουσιάσει κάποια μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία. Δυστυχώς, αντί να μας κάνει να αναρωτιόμαστε που ήμασταν το 1999 και που καταντήσαμε και να φιλοσοφούμε για την άτιμη κοινωνία που ποδοπάτησε τα τρελά εφηβικά μας όνειρα, καταλήγουμε να νιώθουμε οίκτο για αυτούς τους 30ρηδες, που δεν έμειναν αιώνιοι έφηβοι με την ρομαντική σημασία, άλλα απλώς κόλλησαν στα 18 τους, χωρίς ίχνος εξέλιξης.
Το Α.P reunion, αντί να σεβαστεί τον όποιο μύθο κουβαλά, επιλέγει την εύκολη λύση του χιλιοπαιγμένου χιούμορ, δεν προσθέτει τίποτα καινούργιο και ποντάρει στην νοσταλγική διάθεση των τότε 20αρηδων που θα έρθουν να δουν τι απέγιναν οι ήρωες με τους οποίους κάποτε ταυτίστηκαν.
Και θα απογοητευτούν βλέποντας κουρασμένους άνδρες που προσπαθούν να φερθούν όπως αρμόζει στην ηλικία τους, άλλα τελικά φέρονται χειρότερα από 15χρονα, και τις πάλαι πότε δροσερές υπάρξεις να χουν γίνει αγνώριστες από τις πλαστικές.






Πρώτη δημοσίευση στο www.authority.gr

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Snow White and the Huntsman



Έχουν περάσει δέκα χρονιά από την δολοφονία του Βασιλιά από την πανέμορφη Ραβένα, την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Τώρα, χρειάζεται μια αγνή καρδιά για να καταφέρει να διατηρήσει την ομορφιά και την δύναμη της και η καλύτερη υποψήφια είναι η φυλακισμένη κόρη του Βασιλιά.
  Η νεαρή κοπέλα όμως, καταφέρνει να ξεφύγει και κρύβεται στο Σκοτεινό Δάσος, ένα τρομακτικό μέρος, γεμάτο επικίνδυνα ζώα και φυτά. Τότε, η Ραβένα στέλνει στο κατόπι της τον Κυνηγό άλλα όταν αυτός την εντοπίζει, διστάζει να την σκοτώσει. Και τότε η ιστορία παίρνει μια τελείως αλλιώτικη τροπή...
Το “Snow White and the Huntsman” είναι αλλη μια διασκευή του πασίγνωστου παραμυθιού των αδερφών Γκριμ και η δεύτερη του 2012, μετά το πολύ παραμυθένιο και διασκεδαστικό Mirror Mirror. Οπως έχουν δηλώσει οι δημιουργοί της, ενθουσιάστηκαν όταν ανέλαβαν το φρεσκάρισμα της αγαπημένης ιστορίας και αποφάσισαν να την κάνουν πιο σκοτεινή, πιο τρομακτική, πιο ενήλικη.

Έτσι η Χιονάτη, είναι δυναμική, πραγματική πολεμίστρια και με το σπαθί της διεκδικεί το βασίλειο της, αντί να περιμένει το φιλί του Πρίγκιπα. Επίσης, θέλησαν να αποτυπώσουν την διαμάχη της Ραβενας με την Χιονάτη ως την μάχη της ζωής απέναντι στον θάνατο άλλα και να προσδώσουν στην Μάγισσα τις φοβίες όλων των γυναικών, σχετικά με το γήρας και την απώλεια της ομορφιάς. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, ήθελε η ιστορία του να διδάξει ότι πρέπει να χαιρόμαστε την ζωή, γιατί η ζήλια και η κακία μας στερούν από πολύτιμα συναισθήματα και εμπειρίες. Αυτή ήταν η επιθυμία των δημιουργών, αλλά τα κατάφεραν άραγε;
Η αλήθεια είναι πως μάλλον όχι. Καταρχήν, η Kristen Stewart είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή για Χιονάτη. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι ομορφότερη της πάντα πανέμορφης Θερόν και πέραν τούτου, αδυνατεί να αποτυπώσει την γλυκύτητα και την αθωότητα που υποτίθεται χαρακτηρίζουν την αέρινη Χιονάτη. Η αξιότιμη δεσποινίς Stewart και σε αυτήν την ταινία, παίζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που παίζει στο Twilight Saga.Για πολλοστή φορά,η υποκριτική της δεινότητα εξαντλείται σε κενά βλέμματα, αργόσυρτη εκφορά λογού και πολύ άγχος σε κάθε κίνηση της. Αντιθέτως, η Charlize είναι εκθαμβωτική για αλλη μια φορά και αποτελεί την ιδανική ενσάρκωση του απόλυτου κακού. Ο ρόλος της είναι ο πλέον καλογραμμένος, πείθει απόλυτα σαν Κακιά Μάγισσα που αρνείται να πεθάνει και για άλλη μια φορά αποδεικνύει ότι είναι μια πολύ καλή ηθοποιός που δεν διστάζει να τσαλακωθεί.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, ούτε καλοί ούτε κακοί. Ο "Thor", Chris Hemsworth, είναι καλός σαν μέθυσος, απογοητευμένος, Κυνηγός άλλα όπως και ο Πρίγκιπας, οι Νάνοι και όλοι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν τους χαρακτήρες τους και μένουν σε ρόλους απλώς διεκπεραιωτικούς. Ακόμα και το τρίο που θέλουν να εισάγουν ως στοιχείο αποδήμησης της ρομαντικής ιστορίας των Γκριμ, δεν ξεδιπλώνεται επαρκώς και τελικά δεν προκαλεί το ενδιαφέρον των θεατών.
Από άποψη σκηνοθεσίας δεν είναι κακό, άλλα επίσης δεν ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις επικές προσδοκίες που το ίδιο θέτει. Με σύμμαχο την ομολογουμένως εξαιρετική φωτογραφία, τα πανέμορφα τοπία/κουστούμια και τα καλοφτιαγμένα εφέ, προσπάθησαν να στήσουν μια γοτθική περιπέτεια άλλα δεν τα καταφέρνουν.
Η έντονα "μπαρτονική" αισθητική, τα δάνεια από τον Άρχοντα και η ακατανόητη επιλογή να παρουσιάσουν το παραμύθι σαν σεξπηρικό δράμα, με αγγλικές προφορές και περισπούδαστες εκφράσεις, δεν νομίζω ότι αποδίδουν ιδιαίτερα. Η προσεγμένη παραγωγή πάντα προσθέτει, αλλά όταν οι εντυπωσιακές σκηνές μάχης καταντούν κουραστικές και η Χιονάτη δεν μπορεί να πάρει πάνω της την ταινία, τα περιφερειακά δεν έχουν τόσο σημασία.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο, πρέπει να ειπωθεί ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της ταινίας είναι το σενάριο της. Η ιδέα της πολεμίστριας Χιονάτης δεν είναι καθόλου κακή, άλλα δε τους πέτυχε ουδόλως. Πάμπολλες σεναριακές ευκολίες, ειδικά ως προς την ταχύτητα που η επί δεκαετίες φυλακισμένη πριγκιποπούλα μεταμορφώθηκε σε Ζαν Ντ' Αρκ, άλλα και ως προς την ευκολία με την οποία πείθει όλο το κόσμο να την ερωτεύεται και να την ακολουθεί στον πόλεμο.
Εν ολίγοις, το "Snow White and the Huntsman" είναι ακόμη ένα έπος της σειράς, διασκεδαστικό για λίγο, γρήγορα βαρετό και εντελώς αδιάφορο στο τέλος. Είναι κρίμα, γιατί ξεκινά σαν μια μια προσπάθεια αποδόμησης ενός κλασσικού παραμυθιού και καταλήγει να είναι μια προβλέψιμη ταινία φαντασίας, καταδικασμένη στην λήθη.


Πρώτη δημοσίευση στο www.authority.gr

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Men in Black 3




Δέκα χρόνια μετά την τελευταία τους περιπέτεια, οι Άνδρες με τα Μαύρα, επιστρέφουν για να σώσουν το κόσμο από την απόλυτή καταστροφή. Τα πράγματα όμως δεν είναι εύκολα, μιας και ο τρομερός εξωγήινος Μπόρις, έχει αλλάξει τον ρου της ιστορίας και ο J. πρέπει να κάνει ταξίδι στο χρόνο για να καταφέρει να τον αντιμετωπίσει πριν είναι πολύ αργά, όχι μόνο για την ανθρωπότητα αλλά και για τον συνεργάτη του.
Η αλήθεια είναι πως όταν ακούστηκε ότι το ΜΙΒ θα αποκτήσει τρίτο μέρος, όλοι αντιμετωπίσαμε την είδηση με δυσπιστία. Ειδικά δε αν αναλογιστούμε ότι το ΜΙΒ2 είναι μια μάλλον μέτρια ταινία, οι οιωνοί για το ΜΙΒ3 δεν ήταν οι πλέον ευοίωνοι. Παρόλα αυτά, οι δημιουργοί κατάφεραν να διαψεύσουν τις δυσοίωνες Κασσάνδρες και να μας προσφέρουν μια απολαυστική περιπέτεια, ιδανική για καλοκαιρινά βράδια.

Το σενάριο δεν έχει να πει πολλά. Επιστροφές στο παρελθόν έχουμε δει πολλές και η συγκεκριμένη δεν είναι η καλύτερη. Δεν μπαίνουν καν στο κόπο να εξηγήσουν τις σεναριακές τρύπες που δημιουργούνται, αλλά τους συγχωρούμε γιατί το γενικότερο πακέτο είναι ικανοποιητικό. Η βάση της ταινίας είναι μια απλούστατη ιστορία, εμπλουτισμένη με χιούμορ και γενναίες δόσεις εκφυλισμού της “κανονικής” ιστορίας. Η δράση τοποθετείται ώρες πριν την εκτόξευση του Απολλο 11, ένα ιστορικό αθλητικό γεγονός και μια μεγάλη επίδειξη του Αντι Γουόρχολ. Το κόλπο του ταξιδιού στο χρόνο με σκοπό τη μετάλλαξη του παρόντος είναι μεν χιλιοπαιγμένο άλλα εδώ λειτουργεί εξαιρετικά. Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας είναι ότι δεν αναλώνεται σε χαριτωμένους κωμικούς αναχρονισμούς αλλά με όχημα το χρονοτάξιδο, σκιαγραφεί εύστοχα κάποιες πλευρές της σχέσης μεταξύ των δυο ηρώων.
Το πιο διασκεδαστικό κομμάτι της ταινίας άφορά στην παραποίηση των ιστορικών δεδομένων και το δίδυμο των δυο πρωταγωνιστών είναι το καταλληλότερο για να συμμετάσχει σε αυτό. Βεβαία ο Brolin, δεν έχει το ερμηνευτικό βάρος ενός Tommy Lee Jones, άλλα παρόλα αυτά είναι άξιος συμπρωταγωνιστής του Will Smith. Η ομοιότητά δε των δυο βερσιόν του Κ. είναι τόσο προφανής όποτε εύκολα οι δυο ηθοποιοί πείθουν ότι ο ένας είναι η νεότερη εκδοχή του άλλου.
Σε αυτήν την ταινία ο Smith είναι ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής. Κεφάτος, αστείος, cool, ατακαδόρος υποδύεται με χαρακτηριστική άνεση τον χαρακτήρα του και κλέβει εύκολα την παράσταση. Πέρα όμως από τους δυο πρωταγωνιστές, όλοι οι υπόλοιποι είναι απολύτως περιφερειακοί χαρακτήρες. Όλο το βάρος πέφτει στην σκιαγράφηση του πρωταγωνιστικού διδύμου, ενώ ακόμα και ο εξωγήινος εχθρός είναι αρχετυπικός – και ολίγον κακογραμμένος- κακός, χωρίς καμιά προσπάθεια εμβάθυνσης.
Απο όλους τους β' ρόλους, ο απολαυστικότερος μακράν είναι ο χαρακτήρας του Michael Stuhlbarg που υποδύεται έναν εξωγήινο προικισμένο να βλέπει ταυτοχρόνως όλες τις παράλληλες διαστάσεις και να προσπαθεί να μαντέψει την έκβαση κάθε στιγμής. Από άποψη παράγωγης είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι παράγωγοι δεν τσιγκουνεύτηκαν. Τα εφέ είναι εξαιρετικά, η αισθητική αποτύπωση της εποχής πειστική και οι σκηνές δράσης επαρκώς ικανοποιητικές.
Γενικά το ΜΙΒ3 είναι μια ταινία που ισορροπεί ανάμεσα στην δράση, στο χιούμορ και το εύκολο σενάριο, και χωρίς να είναι τίποτα παραπάνω από το μέτριο, κατορθώνει να μην κουράζει άλλα αντιθέτως να αποτελεί μια καλή επιλογή για όσους θέλουν να δουν μια ευχάριστη ταινία, που ειλικρινά θα τους διασκεδάσει.


Πρώτη δημοσίευση στο www.authority.gr

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

We bought a zoo




Ο Μπέντζαμιν Μι είναι ένας πατέρας ο οποίος έχει μείνει χήρος και αντιμετωπίζει επαγγελματικά προβλήματά. Κάποια στιγμή αποφασίζει να μετακομίσουν και  χωρίς να το πολυσκεφτεί αγοράζει έναν ερειπωμένο ζωολογικό κήπο ελπίζοντας σε μια νέα αρχή. Η άγνοια του όμως σχετικά με την λειτουργία ενός τέτοιου κήπου, καθώς και τα δεκάδες προβλήματα που διαρκώς εμφανίζονται, τον αγχώνουν άλλα ταυτοχρόνως τον πεισμώνουν. Έτσι, βάζει στόχο να κρατήσει τον κήπο ανοιχτό άλλα και να αφοσιωθεί στα παιδιά του και όλοι μαζί να ξεκινήσουν την νέα τους ζωή. 

 Ο Κάμερον Κρόου επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη, αρκετά χρονιά μετά το Elizabethtown, καταπιανόμενος με την αληθινή ιστορία ενός Βρετανού αρθρογράφου, που το 2006 αποφάσισε να αναλάβει τον ερειπωμένο ζωολογικό κήπο Ντόρτμουντ στην Αγγλία.
Στην ταινία, τον ρόλο του κου Μι, υποδύεται ο ταλαντούχος κύριος Ντειμον ο οποίος δίνει μια γλυκιά, μετρημένη και ειλικρινή ερμηνεία. Χωρίς φθηνούς μελοδραματισμούς ενσαρκώνει τον άνδρα που θρηνεί τον ερωτά της ζωής του άλλα και τον πατέρα που προσπαθεί να βρει ισορροπίες με τα παιδιά του. Αν και δεν υποδύεται ρόλο απαιτήσεων, δίνει ωστόσο μια αξιοπρόσεχτη ερμηνεία και πείθει ως ένας μπερδεμένος άνθρωπος που ξαφνικά πρέπει να αλλάξει την ζωή του και να αφοσιωθεί σε έναν δύσκολο έφηβο και μια ευαίσθητη πιτσιρικά.
Δίπλα του η Σκάρλεττ Γιόχανσον που θάβει το σεξαπίλ της και υποδύεται την υπεύθυνη του ζωολογικού κήπου. Η Κέλι έχει αφοσιωθεί τόσο στα ζώα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Όταν όμως γνωρίζει τον Μπέντζαμιν μια σπίθα ανάβει ανάμεσά τους.Παρόλη την σπιθα ομως, η Σκαρλετ καταφέρνει να είναι αδιάφορη, άοσμη και άχρωμη, ένας χαρακτήρας που δεν προσθέτει τίποτα. Ο ρόλος της δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο, όπως άλλωστε και ο ρόλος των περισσοτέρων δευτερευόντων χαρακτήρων. Φωτεινή εξαίρεση ο γιος της οικογενείας, Κόλιν Φορντ, ο οποίος είναι ιδανικός στο ρόλο του πονεμένου εφήβου που κλείνεται στον εαυτό του και αρνείται να επικοινωνήσει.
Η κόρη, Maggie Elizabeth Jones είναι γλυκύτατη, διαρκώς χαμογελαστή, πηγή χαλάρωσης για τον πάτερα που μάταια προσπαθεί να κατανοήσει τον γιο του και αναπόφευκτα συγκρούεται μαζί του.
Ο Καμερον Κρόου ξέρει να βγάζει την συγκίνηση μέσα από απλές εικόνες. Ο Μπέντζαμιν Μι είναι ένας άνδρας που αγάπα την περιπέτεια και δεν διστάζει να πορευτεί βασιζόμενος στην καλή του διάθεση άλλα και στον αυθόρμητο χαρακτήρα του. Ο αυθορμητισμός του, όμως, τον ωθεί να κάνει την χειρότερη δυνατή επένδυση σε μια δύσκολη φάση της ζωής του.
Παρόλο όμως που κάνει μια σαφώς αψυχολόγητη κίνηση (η οποία θέτει σε κίνδυνο το οικονομικό μέλλον των παιδιών του) δεν μας γίνεται αντιπαθής. Αντιθέτως, τον συμπονούμε και ειλικρινά θέλουμε να βρει τον δρόμο του. Αυτό βέβαια είναι και το μεγαλύτερο προτέρημα της ταινίας. Ενώ είναι μια ιστορία, γεμάτη κλισέ, της οποίας το τέλος όλοι γνωρίζουμε από την αρχή και παρόλα αυτά είναι απολαυστική.
Είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια που σε γεμίζει χαρά. Είναι μια ταινία ύμνος στην ζωή, στην απόλαυση που βρίσκεται στα απλά, στην δύναμη που κρύβει ο καθένας μας και τον βοηθά να μετατρέψει την απώλεια σε έμπνευση. Δεν είναι εύκολο να πάρεις μια παλιομοδίτικη, εύπεπτη ταινία και να την κάνεις να είναι γλυκιά, άλλα όχι μελό, οικογενειακή άλλα όχι βαρετή, με όμορφα νοήματα, άλλα όχι διδακτική. Πέρα από την feel good διάθεση και το χαμόγελο που εύκολα εκμαιεύεται, το  zoo καταφέρνει να σου κλέψει ένα δάκρυ, άλλοτε με μια φράση (“Lets shave!”), άλλοτε με ολόκληρες σκηνές όπως αυτή στα εγκαίνια του δάσους ή την τελευταία της ταινίας.
Στο χτίσιμο της ιστορίας βοηθά η υπεροχή μουσική του frontman των Sigur Rós άλλα και οι επιλογές του Κρόου, από Μπομπ Ντίλαν και Νιλ Γιανγκ μέχρι Τομ Πετί, καθώς επίσης και τα δεκάδες ζωάκια που παρελαύνουν σχεδόν σε κάθε πλάνο.  Γενικώς, το Ζοο, ανήκει στις ταινίες που τίποτα δεν σε ενοχλεί (ούτε βεβαία σε εξιτάρει). Έχει ζωάκια, έχει οικογενειακές στιγμες, έχει μια δυνατή προσγειωμένη ερμηνεία από τον πρωταγωνιστή της και είναι μια γλυκιά ταινία, χωρίς προβληματισμούς, κατάλληλη για ένα καλοκαιρινό μεσημέρι.


Πρώτη δημοσίευση στο www.authority.gr

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Young adult


Η Mavis είναι μια 30κάτι συγγραφέας βιβλίων που ζει το αμερικάνικο όνειρό στην μεγαλούπολη. Στην ζωή της όμως, έρχονται τα πάνω κάτω όταν δέχεται την πρόσκλησή για τα βαφτίσια της κόρης του παιδικού της έρωτα. Τότε, συνειδητοποιεί ότι η ζωή της είναι άδεια και αποφασίζει να επιστρέψει στην γενέτειρα της και να διεκδικήσει ξανά την εφηβική της αγάπη, παρόλο που ο Buddy πλέον ζει ευτυχισμένος με την οικογένεια του.


Η Charlize Theron υποδύεται την Mavis μια ανώριμη γυναίκα, που ζει μια παρατεταμένη εφηβεία και αρνείται να ξεκολλήσει από το παρελθόν της. Στην εφηβεία της ήταν η βασίλισσα του χορού, η πιο όμορφή του σχολείου, η κοπέλα που όλοι ποθούσαν και ζήλευαν. Τώρα, ένα βήμα πριν τα 40, έχει στην πλάτη της ένα διαζύγιό, μια καριέρα που παραπαίει και ζει μόνη της σε μια μεγαλούπολη που όπως φαίνεται ,δεν μοιάζει σε τίποτα με όσα φανταζόταν. Η ζωή της δεν της αρκεί και παρόλο που βιώνει εμφανή κατάθλιψή, φορά την μάσκα της νικήτριας, προσπαθεί να καλύψει την μοναξιά της και γυρίζει να διεκδικήσει τον νεανικό της έρωτά, ελπίζοντας ότι αυτός θα είναι η λύση στα προβλήματά της. Παρ όλες τις προσπάθειες της όμως, η δυστυχία της δεν κρύβεται, με αποτέλεσμά όλοι να την λυπούνται.
 Ο μόνος σύμμαχός της, είναι ο παλιός της συμμαθητής της ο Matt (Patton Oswalt), ο όποιος έμεινε ανάπηρος μετά από ένα ατυχές περιστατικό στο σχολείο. Ο Matt ήταν από τα παιδιά που η Mavis, δεν πρόσεχε καν αλλά τώρα, είκοσι χρονιά μετά, οι δυο τους γίνονται ένα περίεργο δίδυμο.
 Ο λόγος είναι πως αμφότεροι, είναι δυο έφηβοι που ποτέ δεν μεγάλωσαν και για διαφορετικούς λόγους έμειναν προσκολλημένοι στα λυκειακά τους χρόνια. Η εμμονή της στο παρελθόν είναι το κεντρικό θέμα της ταινίας αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά των ανθρώπων. Ειδικά στην δεκαετία των 30, κάθε απολογισμός που δεν καταλήγει όπως ελπίζεις, μπορεί να σε βυθίσει στην μελαγχολία και να σε καταδικάσει σε ατέρμονη νοσταλγία για μια εποχή, που πλέον φαντάζει ιδανική. Από την άλλη, υπάρχουν περιστατικά -όπως το συμβάν που σημάδευσε τον Matt, σωματικά και ψυχολογικά- ο αντίκτυπος των οποίων δεν ξεφτίζει όσα χρόνια και αν περάσουν και αποτελούν τροχοπέδη στο δρόμο προς την ενηλικίωση.
 Αυτές είναι οι δυο βασικές αιτίες της επίμονης προσκόλλησης στο παρελθόν και οι δυο πρωταγωνιστές τις αποτυπώνουν εξαιρετικά. Χωρίς να γίνονται καρικατούρες, γίνονται συμπαθείς παρά τα προφανή ελαττώματα τους και δεν μπορείς παρά να τους συμπονέσεις ειλικρινά για την δυστυχία τους. Η ιδιόμορφη αλλά ζεστή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους είναι το όνειρο κάθε εφήβου που ήταν ερωτευμένος με την λαμπερή prom queen, αλλά η ταινία δεν είναι μόνο η επιβεβαίωσή του κλισέ. Η καλύτερη σκηνή της είναι αυτή που οι δυο τους έρχονται κοντά. Είναι το σημείο που οι δυο τους κατορθώνουν να αποδεσμευτούν από το παρελθόν, να το ξορκίσουν και επιτέλους να το αποχαιρετήσουν.
 Η Theron αποδίδει εξαιρετικά την μοναξιά και την ανασφάλειά της ηρωίδας της και φυσικά παραμένει πανέμορφη. Ο Oswalt από την άλλη, είναι τόσο φυσικός και ειλικρινής που αποκλείεται να μην τον συμπαθήσεις. Σε επίπεδό σεναρίου, έχω σοβαρές αντιρρήσεις για τον χαρακτηρισμό comedy, μιας και δεν είναι πουθενά αστείο, ούτε από την προφανώς χιουμοριστική σκοπιά, ούτε από την «κάφρικη».
 Το Young Adult είναι ένα σοβαρό δράμα, μια ρεαλιστική αποτύπωσή δυο εύθραυστων χαρακτήρων και μια ουσιαστική ματιά σε προβλήματά που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι της εποχής μας. Μην περιμένετε βέβαια ότι είναι το νέο indie διαμαντάκι, καθώς δεν είναι δυνατόν να γράφει διαρκώς η φίλτατη Diablo, σενάριά σαν του Juno. Ωστόσο είναι μια πολύ αξιοπρεπής ταινία, που βλέπεται ευχάριστα και παρόλο που θα μπορούσε να γίνει κλισέ, καταλήγει να είναι ένα πολύ δυνατό έργο, που αξίζει να δει κάποιος.



Πρώτη δημοσίευση στο www.authority.gr

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Ghost Rider 2


Ο Johny Blaze, χρόνια πριν, προσπάθησε να σώσει τον πατέρα του και έκανε συμφωνία με τον διάολο. Μάλλον όμως, δεν ήξερε ότι τέτοιες συμφωνίες είναι ασύμφορες για τον θνητό της παρέας και έτσι κατέληξε φορτωμένος μια αρχαία κατάρα, που τον υποχρεώνει να μεταμορφώνεται σε Ghost Rider και να σκοτώνει αμαρτωλούς.
Προσπαθώντας να απαλλαγεί από την κατάρα του, αποφασίζει να αποσυρθεί κάπου στην Ευρώπη, μέχρι που ένας περίεργος μοναχός του ζητάει βοήθεια για να σώσουν ένα αγόρι από τα χέρια του Διαβόλου.
Έτσι, άλλη μια περιπέτεια ξεκινά και ο Johny πέρα από την σωτηρία του αγοριού, πρέπει να ασχοληθεί με τους προσωπικούς του δαίμονες και να κατορθώσει να ελέγξει τον Ghost Rider.
Παρακολουθώντας επί μιάμιση μαρτυρική ώρα την ταινία, αναρωτιόμουν πόσο πιο χαμηλά μπορεί να πέσει ένας ηθοποιός, που στις καλές του εποχές, είχε συνεργαστεί με εξαιρετικούς δημιουργούς και μάλιστα είχε πάρει και Όσκαρ ερμηνείας.
Την τελευταία δεκαετία ο αξιότιμος κος Cage παίζει σε μια σειρά ανεκδιήγητων ταινιών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και η συγκεκριμένη δεν αποτελεί εξαίρεση.
Είναι δύσκολο να ερμηνεύσω γιατί ένας από τους -κάποτε- πιο διάσημους και ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς δέχεται να παίζει ρόλους που ταιριάζουν σε εικοσάρηδες, να ντύνεται σαν να βγήκε από κακή βιντεοκασέτα του 80 και να μιλάει με τον ίδιο άοσμο, άχρωμο, αδιάφορο και ψιθυριστό τρόπο σε κάθε μία σκηνή του.
Οι δε γκριμάτσες του σε συνδυασμό με το χαμένο βλέμμα και την βαρεμάρα που αναδίδει με κάθε κίνησή του, μόνο θυμηδία προκαλούν και σίγουρα δεν παραπέμπουν στον καταραμένο εκδικητή της Marvel. Εξίσου αδιανόητο μου φαίνεται πως οι δημιουργοί της ταινίας, είχαν ως βάση ένα σκοτεινό comic και κατάφεραν να στήσουν μια ταινία με φλύαρους, κλισέ διαλόγους, παρατραβηγμένες σκηνές και σενάριο που δεν πείθει κανέναν.
Σαφώς, δεν είναι ταινία που διεκδικεί Όσκαρ σεναρίου, αλλά είναι σοκαριστική η ποσότητα κακών διαλόγων χωρίς νόημα, που μπορεί να διαθέτει μια και μόνο ταινία.
Η σκηνοθεσία κινείται στα ίδια ποιοτικά επίπεδα, μιας και είναι από τις πιο ασυνάρτητες ever. Πολύ φασαρία, πολύ κουνημένη κάμερα, ελάχιστες και μικρές σκηνές δράσης που βάζουν την αδρεναλίνη για ύπνο και σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν θα δεις κάτι παραπάνω από αυτά που είδες ήδη στο trailer.
Δεν θα δεις, μην ελπίζεις και είναι απορίας άξιο, τι ήταν αυτό που είδαν αυτοί που την όρισαν ως κατάλληλη για θεατές άνω των 13.
Από την άλλη πλευρά, ακόμα και αυτή η τόσο κακή ταινία έχει και δυο καλά στοιχεία. Το πρώτο είναι τα εντυπωσιακά εφέ, που κλέβουν την παράστασή αλλά και τα motion comic που εξηγούν εύκολα και γρήγορα τα γεγονότα της πρώτης ταινίας και την ιστορία των δαιμόνων. Αμφότερα, υπηρετούν άψογα την comic αισθητική της ταινίας και είναι αυτά που θα θυμάσαι μόλις βγεις από την αίθουσα.
Τίποτα από τα δυο όμως, δεν μπορεί να σώσει την ταινία, που πνίγεται κάτω από το βάρος της κάκιστης υποκριτικής όλων των ηθοποιών της και μιας ιστορίας που προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει με μυστικιστικά τάγματα και εσχατολογικές προφητείες και αντ' αυτού μας παραδίδει μια χλιαρή περιπέτεια που δεν πείθει κανέναν.



Πρώτη δημοσίευση στο www.authority.gr