Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

The lost future


Το 1922, η συνονόματη γιαγιά μου ήταν 16 ετών, όμορφη, μεγαλωμένη σαν πριγκίπισσα, με γαλλικά και πιάνο. Ήταν μια από τις πιο περιζήτητες νύφες, ούσα κόρη του ιδιοκτήτη ενός από τα μεγαλύτερα μαγαζιά με παπούτσια στο κεντρικότερο δρόμο της Σμύρνης. Ο μπαμπάς της, άκουγε για εβδομάδες τα νέα για την οπισθοχώρηση του στρατού, για τις σφαγές, δεν ήταν άλλωστε χθεσινός. Και όμως μέχρι και μια εβδομάδα πριν την μεγάλη καταστροφή, αυτός και άλλοι χιλιάδες δεν πίστευαν ότι θα γινόταν οτιδήποτε. Λίγα 24ωρα πριν ξεσπάσει ο απόλυτος πανικός, δεν νιώθει πλέον τόσο σίγουρος, αλλά και πάλι δε τολμά να παραδεκτή το ζοφερό μέλλον. Παρόλα αυτά, φορτώνει τις δυο έφηβες κόρες του σε ένα πλοίο, αγκαλιά με μια βαλίτσα, λιγοστά χρήματα και όσα κοσμήματα φορούσαν πάνω τους. Ο ίδιος, η γυναίκα του, όλοι οι αρσενικοί της οικογενείας έμειναν πίσω. Και πέθαναν.

 Αυτή την ιστορία, διηγιόταν μέχρι το τέλος της βασανισμένης ζωής της η γιαγιά μου, μαζί με παρόμοιες ιστορίες συγγενών που έθαψαν περιουσίες στην αυλή ή που πέρασαν απέναντι κολυμπώντας. Με θαυμασμό και ίσως λίγη ζήλια, έλεγε και την ιστορία της νονάς της, που ήταν μια φοβερά δυναμική γυναίκα και η οποία έπεισε τον άνδρα της να φύγει αρκετό καιρό πριν, μεταφέροντας ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας εδώ.

Η νονά, έχtισε μια βίλλα σαν γήπεδο και η γιαγιά μου πέθανε στο προσφυγικό  σπιτάκι της, μέσα σε ένα μικρό στενάκι, στην Άνω πόλη της Θεσσαλονίκης.

 Αυτή τη γιαγιά, την θυμήθηκα χτες, άλλη μια μέρα που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, γιατί σκεφτόμουν το μέλλον. Αυτό το μέλλον, το τόσο δυσοίωνο  και αινιγματικό, που μου προκαλεί πονοκέφαλο και πολλαπλάσιο άγχος από αυτό που θα προπό να έχει κάποιος στα 25 του χρόνια.

Ζω σε μια αρκετά υποβαθμισμένη περιοχή της Θεσσαλονίκης, την οποία αγαπώ πολύ, αλλά ποτέ δεν την έλεγες και στολίδι. Τους τελευταίους μήνες, έχει μετατραπεί σε έναν απέραντο ερημότοπο. Τα βράδια που γυρίζω περπατώντας, μετρώ ποσά μαγαζιά έχουν κλείσει και με τρομάζει ότι σε κάθε δρόμο έχουν μείνει 1-2 ακόμα όρθια. Το πιο τρομακτικό είναι ότι τα περισσότερα από αυτά τα μαγαζιά, ήταν εκεί στο ίδιο σημείο, από τότε που μπορώ να θυμηθώ. Και έτσι απλά, μια μέρα έκλεισαν. Υπολειτουργούσαν καιρό? Τα έσοδα ήταν ικανοποιητικά μεν, αλλά όχι αρκετά για να καλύψουν τα έξοδα? Δεν προσαρμόστηκαν όταν έπρεπε? Τα κρατούσαν με δανεικά τόσα χρόνια και πλέον απλά δε γινόταν?



Δε ξέρω και η αλήθεια είναι ότι ποτέ δε θα μάθω. Το θέμα είναι ότι τα πάντα γύρω μας κλείνουν, η πολυπόθητη ανάπτυξη δε ξέρω από πού ακριβώς θα έρθει, οι μισθοί συρρικνώνονται, νέοι άνθρωποι δεν βρίσκουν δουλεία ούτε σαν νταλαβέρι. Η Μ. έκανε σχεδία για συγκατοίκηση με το πολλά χρόνια αγόρι της. Αμφότεροι άνεργοι, ούτε για καφέ δεν μπορούν πλέον να πάνε.  Στο σπίτι που μένω, δεν έχουμε θέρμανση δυο μήνες τώρα γιατί οι μισοί δεν έχουν να πληρώσουν. Φίλοι και γνωστοί με πτυχία και περγαμηνές δεν μπορούν να βρουν δουλειά, δεν μπορούν να ανεξαρτητοποιηθούν, δεν μπορούν να κάνουν όλα αυτά που κάθε νέος άνθρωπος ονειρευόταν. Το πιο σοκαρίστηκε από όλα όμως είναι, ότι οι περισσότεροι από εμάς νιώθω ότι φέρονται σαν τον πατερά της γιαγιάς μου. Έχουμε πέσει σε μια λούπα άρνησης και φόβου που μας νέκρωσε και μας έκανε ανίκανους να αντιδράσουμε. Υφιστάμεθα ένα σωρό περικοπές, δεν δυσανασχετούμε, δε λέμε τίποτα, δεν εκφράζουμε καν ένα σχέδιο. Νιώθω ότι όλοι σταυρώνουν δακτυλάκια και περιμένουν απλά να πέσει το μάννα από το ουρανό, να βρεθεί μια λύση. Δε θα μας αφήσουν έτσι, ακούω από παντού. Και γιατί όχι? Μας τα χρωστούσαν? Η αδράνεια γύρω μας είναι τρομακτική. Κάνεις δεν κάνει κάτι για να βελτιωθεί η κατάσταση, κάνεις δεν βγάζει ένα πλάνο δράσης, κάνεις δεν προσπαθεί να σκεφτεί τι να κάνει για να μη κλείσει το μαγαζάκι του. Μη μιλήσω για την πολιτεία και το κράτος πρόνοιας που δεν ξέρει καν τι σημαίνει, γιατί όπως προείπα κατάγομαι από τζάκι και σαν κουρία που είμαι δεν βρίζω.

  Μα και περά από την οποία αντίδραση, από τις κανονικές, όχι του καναπέ και του τουήτερ, είναι τρομακτικά ηλίθια και η στάση των ανθρώπων γύρω μας. Ξέρω άτομα με ταμείο ανεργίας που βγήκαν και γλέντησαν πρωτοχρονιά, τσικνοπέμπτη, καθαρά δευτέρα με την  αιτιολογία ότι η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Ναι, καλοπέραση είναι και ένα κρασί σε ένα ταβερνάκι με τρεις φίλους, καλοπέραση είναι και το σκι στην Αράχοβα. Ποιο από τα δυο συνάδει περισσότερο με την ατμόσφαιρα γύρω μας? Οι άνθρωποι είμαστε καλοπερασάκηδες, και αυτή η νοοτροπία του να φάμε να πιούμε και νηστικοί να κοιμηθούμε μας έχει ποτίσει τόσο πολύ, που ήταν και μια από τις αιτίες της καταστροφής. Αλόγιστο ξόδεμα χρημάτων που δεν είχαμε, κλεψιές με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους, αρχοντοχωριάτη νοοτροπία που τώρα την πληρώνουμε.

Καλά να πάθουμε, αλλά συγγνώμη μαζί δε τα φάγαμε. Προσωπικά δεν έφαγα τίποτα και από κανένα και το άδικο με πνίγει.


Υ.Γ Πάντως αν πτωχεύσουμε την μέρα της γιορτής μου, να θυμάστε δε φταίω εγώ.

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Για το θέμα της «μη αντίδρασης» αυτό -μαζί με άλλα- συνιστά κάτι χειρότερο κι από την επικείμενη (στις 25/3 ή στο μέλλον) οικονομική χρεοκοπία. Ως Ελληνική κοινωνία έχουμε χρεοκοπήσει εδώ και καιρό. Μια χρεοκοπία η οποία είναι χρεοκοπία ήθους, χαρακτήρα και Αξιών. Και σίγουρα αυτό είναι πολύ χειρότερο απ' τα λεφτά που χάνουμε και θα χάσουμε. Γιατί υπονομεύει κάθε ενδεχόμενη απόπειρα για αληθινή, αγνή, υγιή και Ελληνική Αντίδραση.

Ανώνυμος είπε...

http://anisixos.blogspot.com/2011/03/blog-post_13.html

ΟΜΑΔΑ ΑΦΥΠΝΙΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ